π.
Δημητρίου Μπόκου
Τὸν
περασμένο Ἰούνιο (2011) παίχθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ θεατρικὸ ἔργο τοῦ Ἰταλοῦ
σκηνοθέτη Ρομέο Καστελούτσι μὲ τίτλο: «Περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου τοῦ Υἱοῦ
καὶ τοῦ Θεοῦ». Ἡ παράσταση ἔγινε μὲ φόντο ἕνα τεράστιο πορτραῖτο τοῦ Ἰησοῦ,
ἔργο τοῦ σπουδαίου Ἰταλοῦ ζωγράφου Ἀντονέλο ντὰ Μεσίνα.
Σὲ
συνέντευξη ποὺ ἀκολούθησε, ρωτήθηκε ὁ σκηνοθέτης, γιατί σὲ κάποια σκηνὴ βάζει
παιδιὰ νὰ πετοῦν χειροβομβίδες στὴν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ.
- Εἶναι ἕνας τρόπος ἀφύπνισης τῆς εἰκόνας, λέει
ὁ Καστελούτσι. «Ἄκουσέ με, εἶμαι ἐδῶ, εἶμαι ἀπέναντί σου», λένε τὰ παιδιὰ στὸν
Ἰησοῦ. Ἕνα νεῦμα ποὺ κάνει ἕνας ἀθῶος, τὰ παιδιά, ἀπέναντι σὲ ἕναν ἄλλο ἀθῶο.
Μιὰ σκηνὴ ἀθωότητας. Καὶ μιὰ μορφὴ προσευχῆς. Προσευχῆς μὲ παράδοξο τρόπο.
- Ἐσεῖς προσεύχεστε;
- Δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ προσευχηθῶ. Ἀλλὰ ζηλεύω
πολὺ ἐκείνους ποὺ μποροῦν. Μπορῶ νὰ καταλάβω τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὄχι τὸν Θεό. Ὁ
Ἰησοῦς εἶναι ἄνθρωπος. Ἀσκεῖ μιὰ μαγευτικὴ δύναμη πάνω μου (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
3-7-2011).
Δὲν ξέρουμε ἂν γιὰ τὸν Καστελούτσι ὁ
Χριστὸς εἶναι καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ ἄνθρωπος, ὅμως θὰ ἑστιάσουμε στὰ λόγια
του, ὅτι μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἄνθρωπος.
Τὰ λόγια αὐτὰ ἀπαντοῦν στὸ παλιὸ ἐρώτημα: Cur
Deus homo? Γιατί ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος;
Μὰ ἀκριβῶς, γιὰ νὰ τὸν νοιώσουμε κοντά μας. Ὁ
Θεὸς δὲν ἦρθε στὴ γῆ, ἁπλῶς γιὰ νὰ φέρει μιὰ νέα διδασκαλία. Αὐτὸ μποροῦσε νὰ
τὸ κάμει καὶ διὰ μέσου τῶν προφητῶν, τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἁγίων κάθε ἐποχῆς.
Κατέβηκε
χαμηλά, γιὰ νὰ φέρει στοὺς ἀνθρώπους τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Δὲν χρειάζονταν
τόσο τὰ λόγια, ὅσο ἡ παρουσία του. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆρε ἴδια μὲ μᾶς μορφή, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καὶ σχήματι
εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος» (Φιλ. 2,
7-8),
γιὰ νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἦταν
αὐτὸ ποὺ ἔλειπε. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὑποτάχθηκε στὴν ἁμαρτία, ἔχασε τὴν
κοινωνία του μὲ τὸν Θεό. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό (Ἰω. 3, 13). Ἀναλαμβάνει λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ
καλύψει τὴν ἀπόσταση ποὺ τοὺς χώριζε. Σὲ μιὰ κίνηση ἀπέραντης εὐσπλαχνίας καὶ
ἀγάπης κατεβαίνει, παίρνει ἐπάνω του τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν σώζει. Εἶναι
Θεός, γίνεται γιὰ χάρη μας καὶ ἄνθρωπος. Στὸ ἑξῆς θὰ εἶναι Θεάνθρωπος. Εἶναι
πιὰ ὁ Ἐμμανουήλ,
δηλαδὴ «ὁ Θεὸς
μεθ’ ἡμῶν» (Ματθ.
1, 23). Μιὰ διαρκὴς
παρηγορητικὴ καὶ σωστικὴ παρουσία ἀνάμεσά μας.
Ὅλοι
τώρα μποροῦν νὰ τὸν καταλάβουν, νὰ τὸν νοιώσουν δίπλα τους, νὰ τὸν
συναναστραφοῦν. Κανένας στὸ ἑξῆς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ παραπονεθεῖ, σὰν τὸν παράλυτο
τῆς Βηθεσδά, πὼς δὲν ἔχει ἄνθρωπο κοντά του. «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, λέγει ὁ Χριστός, καὶ λέγεις, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;» (Λιτὴ Κυρ. Παραλύτου).
Ἄνθρωπος λοιπὸν ὁ Χριστός, ὅμοιος σὲ
ὅλα μέ μᾶς, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, γιὰ χάρη μας. Ἂν καὶ πάλι νοιώθουμε μόνοι, μήπως
κάτι ἐμεῖς δὲν κάνουμε καλά; Ἐκεῖνος εἶναι δίπλα μας, μὲ τὸ χέρι πάντα ἁπλωμένο
πρὸς ἐμᾶς. Ἂν δὲν τοῦ δώσουμε κι ἐμεῖς τὸ δικό μας, πῶς θὰ ἀνεβοῦμε ξανὰ στὸν
οὐρανό; Δὲν θὰ τὸ καταφέρουμε ποτέ, ἔστω κι ἂν κάθε χρόνο ἀκοῦμε ἀπὸ στόματα
ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων τὴν προτροπή: «Χριστὸς
ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε!»
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 341, Δεκ. 2011)