Όταν βρισκόμαστε μακριά από την πατρίδα, πολλές φορές αναρωτιόμαστε, ποιο είναι εκείνο που καθορίζει, που δένει με ισχυρούς και άρρηκτους δεσμούς τους απόδημους Έλληνες με τη γη των πατέρων τους, με τις πατρογονικές τους ρίζες. Τι είναι εκείνο το βαθύ και ανερμήνευτο που κάνει τους ξενιτεμένους μας να ταξιδεύουν νοερά στην Πατρίδα και να αναπολούν νοσταλγικά εκείνα που σημάδεψαν τη ζωή τους και κυκλοφορούν ακατάπαυστα στο αίμα και στις σκέψεις τους. Για να απαντηθούν σε βάθος τα ερωτήματα αυτά χρειάζονται αρκετές πραγματείες, έρευνες και μελέτες.
Πιστεύουμε ότι το απέραντο γαλάζιο, το καθαρό φως που λούζει την Πατρίδα, οι γαληνεμένες θάλασσες, οι τόποι που ευωδιάζουν από θρούμπη και θυμάρι, οι γεροπλάτανοι στα μεσοχώρια, οι κληματαριές στις αυλές των σπιτιών, τα στενοσόκακα με τα γκαλντερίμια, οι χθόνιες φωνές και οι μνήμες από τα παλιά, όλα αυτά και πολλά άλλα είναι εκείνα που συνδέουν ψυχικά, συναισθηματικά τους ταξιδεμένους Έλληνες με τα πατρικά χώματα. Έχει παρατηρηθεί πως όταν ο Έλληνας βγαίνει έξω από την Πατρίδα, όταν η ανάγκη της επιβίωσης τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το πατρικό σπίτι, τότε νιώθει περισσότερο Έλληνας, τότε αισθάνεται την ανάγκη να προβάλει προς κάθε κατεύθυνση την ελληνικότητά του.
Μακριά από την πατρίδα, σε τόπους ξένους και αφιλόξενους, έρχεται πρώτα αντιμέτωπος με τον εαυτό του, ελευθερώνεται από τα πάθη που μας δένουν και, ελεύθερος πια, αντιπαρατίθεται με εκείνους που αμφισβητούν την ταυτότητα και καταγωγή του και έρχονται τιμητές και επικριτές των συμπατριωτών του. Αρκετές φορές πληγώνεται, εξανίσταται, θυμώνει και οργίζεται από τον παραγκωνισμό και την αδιαφορία της Μητρόπολης, αλλά και πάλι λησμονεί, συγχωρεί και παραμένει Έλληνας.
Με πολλούς ταξιδεμένους είχα συνεχή επαφή και επικοινωνία και συζήτησα για τη ζωή και την προοπτική στη θετή τους πατρίδα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου βρέθηκα πολλές φορές στο παρελθόν. Εκεί, στο N. Jersey, κοιμούνται οι γονείς μου, ο παππούς μου, οι θείοι μου και άλλοι συγγενείς και εκεί εργάζονται και δημιουργούν τα τρία αδέρφια μου με τις οικογένειές τους. Η συχνή επαφή μαζί τους μου έδωσε την ευκαιρία να αποκομίσω αρκετά στοιχεία από τη ζωή τους, τις προθέσεις και τις επιδιώξεις τους. Γνώρισα τις προσπάθειές τους για στήριξη και βοήθεια της γενέτειρας και γενικά τους προβληματισμούς τους για θέματα που αφορούν τον τόπο της καταγωγής τους και για προβλήματα που απαιτούν λύσεις από τον μητροπολιτικό κορμό, ώστε να μπορέσουν να αποφύγουν την αφομοίωση μέσα στη χοάνη του αμερικανικού τρόπου ζωής.
Για πολλά θέματα που αφορούν τη ζωή τους στην ξενιτιά και την εκπαίδευση των παιδιών τους, ώστε να διατηρηθεί ο δεσμός με την πατρίδα, είχα άγνοια και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα με εντυπωσίασαν.
Ζουν οι Έλληνες απόδημοι μέσα σε ένα μωσαϊκό φυλών και θρησκειών. Η νοσταλγία διάχυτη, ο πόνος της πατρίδας μαρτυρικός, οι πληγές από τον αναγκαίο αποχωρισμό αγιάτρευτος και ο γυρισμός στην πατρίδα μακρινός, φευγαλέος και άπιαστος. Τεράστιες οι προσπάθειες που καταβάλλουν να κρατήσουν την πίστη τους στην ορθοδοξία, τη μητρική τους γλώσσα και τα πατρογονικά έθιμα.
Η ξενιτιά βαριά και ασήκωτη, μάγισσα και πλανεύτρα, που τους κρατάει ζηλότυπα και απομακρύνει το όνειρο της επανόδου:
…Μαγεύει τα καράβια και δεν ξεκινούν.
Εμάγεψε κι εμένα και δεν έρχομαι.
Σελλώνω τ’ άλογό μου, ξεσελλώνεται.
Σίντας κινώ για να’ρθω χιόνια και βροχές
κι όντας γυρίζω πίσω, ήλιος, ξαστεριά…
Κραυγή πόνου και πίκρας του ξενιτεμένου Έλληνα. Με τόσες δυσκολίες, με τα τόσα ασήκωτα προβλήματα της ξενιτιάς, πώς να μην «ξεσελλώνεται το άλογο» και πώς να μην υπάρχουν όταν ξεκινούν να γυρίσουν «χιόνια και βροχές»; Μου έλεγε ένας ογδοηνταπεντάρης γέροντας από τα μέρη μας: «Πονάω πολύ για τον τόπο μου. Εκεί άφησα την καρδιά μου. Εδώ, όμως, στην Αμερική, αναπαύεται η γυναίκα μου, εδώ μεγάλωσα τα παιδιά μου και χαίρομαι τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Πώς να φύγω; Πού να πάω;». Ένα γεγονός που αποτυπώνεται στη σκέψη του επισκέπτη είναι οι στιγμές της Θείας λειτουργίας, στις ορθόδοξες εκκλησίες, που γεμίζουν κάθε Κυριακή και γιορτή, θρησκευτική και εθνική. Είναι στιγμές ανεπανάληπτες, ανθρώπινες, ελληνικότατες. Ιερείς, αφιερωμένοι στην ορθοδοξία και τον ελληνισμό, αγωνίζονται, προσπαθούν να υπερβούν δυσχέρειες και εμπόδια, να ποδηγετούν, να καθοδηγούν, να συμβουλεύουν, κυρίως τις νέες γενιές, να τις μυήσουν στην πατρογονική πίστη και στην ιδέα του ελληνισμού.
Ο ακρογωνιαίος λίθος της στήριξης των Ελλήνων στις προγονικές τους παραδόσεις, ο κύριος μοχλός, ο άξονας γύρω από τον οποίον περιστρέφεται το ελληνικό στοιχείο για τη διατήρηση των δεσμών με την πατρίδα, είναι χωρίς αμφιβολία, η ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι η κλώσσα που σκεπάζει κάτω από τα φτερά της τον απόδημο Έλληνα. Αξιοπρόσεκτο και θαυμαστό το έργο που επιτελεί η Εκκλησία με τη λειτουργία ελληνικών σχολείων τα απογεύματα, σε ειδικούς, παρακείμενους, στους ναούς, χώρους, όπου τα ελληνόπουλα διδάσκονταν την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ιστορία, έστω και στοιχειωδώς, από δασκάλους Έλληνες που συντηρούνται και αμείβονται ελάχιστα από τις εκκλησίες. Κάθε Κυριακή οι πιστοί, μετά τη Θεία λειτουργία, δίνουν τον οβολό τους για τη συντήρηση των σχολείων και την πληρωμή των δασκάλων. Επίσης άξιο προσοχής είναι ο τρόπος με τον οποίον παρακολουθούν, με ευλάβεια και κατάνυξη, την Θεία λειτουργία. Όταν οι ιερείς, με την απόλυση της λειτουργίας, μιλούν, οι καρδιές τους είναι πλημμυρισμένες από Πατρίδα και η ομιλία τους βαθύτατα πατριδολατρική.
Συγκλονιστική η ώρα της προσέλευσης του εκκλησιάσματος για την Θεία κοινωνία. Γέροντες και γερόντισσες, άντρες και γυναίκες, νέοι και νέες, παιδιά με τους γονείς τους, προσέρχονται πράγματα «μετά φόβου πίστεως και αγάπης», με τάξη, με πειθαρχία και βαθιά κατάνυξη, να μεταλάβουν των «αχράντων μυστηρίων». Τα παιδιά στη σειρά, με σταυρωμένα τα χέρια τους σε προσευχή, πλησιάζουν με δέος και ευλάβεια και παίρνουν τη Θεία μετάληψη. Σκέπτεται κάποιος, χωρίς να το θέλει, το θόρυβο που δημιουργείται και την αταξία που επικρατεί στις εκκλησίες της πατρίδας την ώρα της προσέλευσης των πιστών για να μεταλάβουν.
Μακάρι να μπορούσαμε να παραδειγματιστούμε από τον κατανυκτικό τρόπο προσευχής των Ελλήνων της διασποράς. Φαίνεται πως οι Έλληνες, κάτι που έχουν δεν το λογαριάζουν, τους γίνεται συνήθεια και δεν δίνουν την πρέπουσα σημασία. Όταν, όμως, τους λείπει τότε συνειδητοποιούν τη σημασία του.
Μέσα σε ένα πέλαγος από ναούς αλλόθρησκων και διαφορετικών χριστιανικών δογμάτων, η Εκκλησία παλεύει στην κυριολεξία να κρατήσει την ορθόδοξη πίστη και να βρει νέους δρόμους για τη συγκράτηση του ορθόδοξου ποιμνίου. Ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού, έξω από τον μητροπολιτικό χώρο, αλλά ζυμωμένο από το ίδιο χώμα, ομοούσιο και αδιαίρετο με τους «εντός των τειχών» Έλληνες, ζωντανό και ακμαίο, γεμάτο ιδέες και πνευματικότητα.
ΝΙΚΟΣ ΥΦΑΝΤΗΣ- Πρωινός Λόγος