«Για όλους τους φίλους που ρωτάνε τι συμβαίνει στην Χειμάρρα.
Όταν η κυβέρνηση της Αλβανίας πριν από δύο χρόνια ξεκίνησε ένα σχέδιο αστικής ανάπλασης, κατεδαφίστηκαν κάποια κτίρια εμπορικής χρήσεως στο κέντρο της Χειμάρρας. Ήταν φρικτό. Και βίαιο. Γρήγορα όμως ξεχάστηκε, βοήθησε βέβαια το ότι οι ιδιοκτήτες ‘μετακόμισαν’, μετανάστευσαν εκεί που το αποκαλούμε Δύση. Έτσι βρεθήκαμε με ένα καινούργιο παραλιακό μέτωπο στρωμένο με φτηνό χαλίκι αναμεμειγμένο με σκυρόδεμα και με το ένα τρίτο περίπου της παραλίας χτισμένο με μπετονιένες πλατφόρμες.
Πριν από ενάμιση χρόνο η κοινότητα της Χειμάρρας πληροφορήθηκε για την δεύτερη φάση του σχεδίου που αφορά το υπόλοιπο κέντρο της πόλης. Ο πεζόδρομος πίσω από το παραλιακό μέτωπο θα δοθεί σε κυκλοφορία, όλα τα σπίτια προς το λιμάνι θα χάσουν τις αυλές τους, θα κατασκευαστεί δρόμος ακριβώς δίπλα στο ρέμα, πλήθος μικρών οδών θα κόψει τις περιουσίες των ανθρώπων στην μέση, μία έκταση 15.000 τετραγωνικών μέτρων με ελαιόδεντρα θα μετατραπεί σε πάρκο όπου θα φυτευτούν οπωροφόρα δέντρα, φοίνικες και μπανανιές, και ορισμένοι όχι και τόσο τυχεροί κάτοικοι θα χάσουν τα σπίτια τους, τμήματα από τις οικίες τους, ή τις επιχειρήσεις τους.
Σε αντίθεση με άλλες κοινότητες στην Αλβανία, οι Χειμαρριώτες έχουν το σθένος να αντιδράσουν. Οι ντόπιοι εκφράζουν κυρίως μία ανησυχία: θέλουμε να γίνουμε οι νόμιμοι ιδιοκτήτες των περιουσιών μας, ούτως ώστε να μπορούμε να συμμετάσχουμε στην διαδικασία ως ισότιμα μέλη.
Αναφέρονται στο τεράστιο πρόβλημα των τελευταίων τριών δεκαετιών της μη κατοχής των νομίμων τίτλων ιδιοκτησίας. Οι τοπικές αρχές δεν βοηθούν με το να αποκαλούν τους κατοίκους που διαμαρτύρονται «ταραχοποιούς». Οι τοπικές αρχές ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου η κυβέρνηση έχει πάντα δίκιο και μας κάνει χάρη, κάτι που δεν είμαστε σε θέση να το αναγνωρίσουμε διότι είμαστε αφελείς. Όταν οι κάτοικοι δεν εισακούστηκαν, άρχισαν να αναζητούν βοήθεια σε αρχές του εξωτερικού. Όταν οι φωνές δυνάμωσαν, η κυβέρνηση όρισε συνάντηση. Για την ακρίβεια τρεις συναντήσεις, μία με τον Πρωθυπουργό και δύο με την Υπουργό Πολιτισμού και τον Υπουργό Υποδομών. Στην τελευταία συνάντηση δόθηκε μία υπόσχεση: να δοθούν τίτλοι ιδιοκτησίας στους κατοίκους των οποίων οι περιουσίες θίγονται από το σχέδιο ανάπλασης. Και εν αναμονή αυτής της διαδικασίας, ένα ωραίο πρωινό κατέφθασαν μπουλντόζες συνοδεία αστυνομικής δύναμης τουλάχιστον τριακοσίων αντρών, προς διασφάλιση ότι οι Χειμαρριώτες θα συμμορφωθούν με την νέα τάξη πραγμάτων.
Tην στιγμή που οι περισσότεροι Αλβανοί εγκαταλείπουν την χώρα, και όσοι μένουν πίσω σχεδιάζουν πως θα φύγουν σύντομα, οι Χειμαρριώτες, -καίτοι πολλοί και από αυτούς φεύγουν-, ανήκουν σε εκείνους τους τυχερούς που μπορούν να βιοποριστούν από την ευλογημένη γη τους. Ως αρχιτέκτονας εκτιμώ την πρόθεση της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα καλύτερο αστικό περιβάλλον, αλλά ως άνθρωπος αισθάνομαι βαθύτατα τρομοκρατημένη και βιασμένη από τις μεθόδους και το έλλειμμα κοινής λογικής. Αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά μας η ιδιοκτησία των περιουσιών μας, είναι αναφαίρετο δικαίωμά μας να έχουμε λόγο στην ανάπτυξη της πόλης μας.
Με πολύ ήλιο από Χειμάρρα!»
Αυτά έγραψε σε άπταιστη αγγλική μία συνομήλική μου σχεδόν Χειμαρριώτισσα, ξημερώματα της 2ης Νοεμβρίου στο Facebook. Γεννήθηκα τέλη δεκαετίας του ΄70 σε μία πόλη που στο χάρτη είναι πιο ψηλά, βορειότερα από την Χειμάρρα, και μεγάλωσα σε μία πόλη που είναι πιο ψηλά, βορειότερα από τους Σαράντα. Και ούτε που μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι όσα εγώ παιδαριωδώς θεωρούσα από γεννησιμιού μου αυτονόητα και δεδομένα, συνομήλικοί μου, Έλληνες στην καταγωγή και την συνείδηση, γηγενείς, αυτόχθονες κάτοικοι της Νοτίου Αλβανίας, δεν τους επιτρεπόταν ούτε να τα ονειρευτούν. Όταν κανείς τους γνωρίζει, έστω και αργά, μόνο ένα αταλάντευτο αίσθημα απύθμενης οφειλής μπορεί να τον κατακλύσει. Όταν μία γυναίκα κυοφορεί, καταλαβαίνει τι σημαίνει να χτυπάνε μέσα της δύο καρδιές. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει όταν γνωρίζει κανείς αυτούς τους ανθρώπους. Μέσα του για πάντα χτυπάει μία δεύτερη καρδιά.
Τόσο κατά την εκπόνηση, όσο και κατά την υλοποίηση του σχεδίου ανάπλασης της Χειμάρρας δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από τον αλβανικό νόμο διαδικασίες. Το κατέθεσε ο τέως Συνήγορος του Πολίτης στην Αλβανία, Ίγκλι Τοτοζάνι, έτσι έκρινε πρωτοδίκως το δικαστήριο του Αυλώνα. Οι ιδιοκτήτες των περιουσιών που προσβάλλονται από το σχέδιο δεν κατέχουν τους νόμιμους τίτλους των περιουσιών τους, διότι αποτελούν πατρογονικές εστίες ή περιουσίες προ συστάσεως αλβανικού κράτους, εν έτη 1912. Το 1945 ο Δικτάτορας Χότζα δήμευσε όλες τις ιδιωτικές περιουσίες, και μετά από το 1991, κατά την μεταπολίτευση δεν υπήρξε καμία κρατική μέριμνα προκειμένου να επιλυθεί ο ακανθώδης περιουσιακός λαβύρινθος της χώρας.
Οι Χειμαρριώτες και οι Έλληνες Μειονοτικοί, οι οποίο αποκαλούνται ταραχοποιά στοιχεία, αποτελούν στην πραγματικότητα τις πιο νηφάλιες, μετριοπαθείς και δημοκρατικές φωνές. Είναι εκείνοι που προσπαθούν να αποδώσουν οι διαπραγματεύσεις, προκειμένου να εκτονωθούν οι διαμαρτυρίες των κατοίκων. Προτείνουν συνεχώς στην αλβανική κυβέρνηση μέσες οδούς και εναλλακτικές προτάσεις και λύσεις. «Στο κάτω-κάτω, εμείς κάνουμε πολιτική, τους ανθρώπους όμως που χάνουν τα σπίτια τους και το βιός τους, ποιος θα τους σταματήσει;».
Αρχές καλοκαιριού, ένας Χειμαρραίος, λίγο μικρότερός μου, ανήρτησε στο Facebook το παρακάτω κείμενο, καθώς ολόκληρη η Ελλάδα γιόρταζε τα είκοσι έτη της νίκης της Εθνικής Ελλάδος μπάσκετ επί της Ρωσίας. Αναλογιζόμενη την αιθρία των ανυποψίαστων δικών μου βιωμάτων εκείνης της βραδιάς όταν το διάβασα εντράπηκα, με κατέβαλε μία ακατάβλητη αίσθηση εντροπής.
«Το 1987 ο Ενβέρ Χότζα είχε πεθάνει. Ο διάδοχός του, Ραμίζ Αλία, δεν φαινόταν πως θα φέρει κάποια αλλαγή. Ο θάνατος όμως του Χότζα είχε συνταράξει την πεποίθηση ότι ο κομμουνιστής ηγέτης είναι υπεράνθρωπος, και συνεπώς το σύστημα ακλόνητο. Έτσι δεν υπήρχε κανείς σχεδόν στην Χειμάρρα που να μην είχε στραμμένη την κεραία της τηλεόρασης προς τον Παντοκράτορα της 14η Ιουνίου του 1987. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα την θυμόμουν την νύχτα εκείνη, -ήμουν μόλις πέντε ετών-, αν δεν ήταν οι επινίκιες εκδηλώσεις στην γειτονιά. Ο πατέρας και τα ξαδέρφια μου, είχαν ασφαλίσει μερικά μασούρια δυναμίτη τα οποία με την λήξη της αναμέτρησης έκαναν τους φαντάρους του παρακείμενου φυλακίου να τρέχουν να κρυφτούν από τους μοναρχοφασίστες. Θυμάμαι έντονα τους κρότους από τα αυτοσχέδια βαρελότα, -ήταν η πρώτη φορά και χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια για να ακούσω κάτι αντίστοιχο σε Ανάσταση στην Νέα Σμύρνη-. Το γλέντι στο σπίτι κράτησε μέχρι πολύ αργά.
Η νίκη αυτή που γέμισε περηφάνια όλη την Ελλάδα, για τους δικούς μου ανθρώπους ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Στο δικό τους μυαλό ήταν μια δικαίωση για την περηφάνια που πάντα ένοιωθαν για την διωκόμενη από το σύστημα, αλλά ποτέ νικημένη ελληνικότητά τους. Στο δικό τους μυαλό, ήταν μια μεγαλειώδης νίκη κατά του σταλινισμού, η οποία μάλιστα είχε έρθει από τα δικά μας παιδιά. Μπορεί οι ελπίδες και οι ιδεοληψίες τους να μην είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά τους έδωσε κουράγιο και πίστη πως μπορεί μια μέρα να πέσει ο φασισμός, όπως έπεσε η κραταιά ΕΣΣΔ στο παρκέ του ΣΕΦ. Την επομένη μέρα θα πήγαιναν να εργαστούν για την κοοπερατίβα και τα βλέμματα θα ήταν περίεργα. Μειδιάματα, ψίθυροι και σχολιασμός του αγώνα από την μία, και από την άλλη η προσπάθεια του μπριγκαντέρη να αντιληφθεί αν οι πολιορκημένοι είναι ελεύθεροι».
Οι Χειμαρραίοι, όταν με βλέπουν συνοφρυωμένη, με συνετίζουν πάραυτα. «Μην στεναχωριέσαι, το θέμα μας έχει από το 1912, έχουμε μέλλον μπροστά μας. Εμείς έχουμε μάθει και νηστικοί και φαγωμένοι, και με παπούτσια και ξυπόλητοι, και με σπίτια και χωρίς σπίτια. Και όσους μείνουν χωρίς σπίτια, θα τους μαζέψουμε εμείς που έχουμε, και θα επιβιώσουμε. Έτσι επιβιώσαμε».
Πηγη:kathimerini.gr / ΕΙΡΗΝΗ ΑΛΥΚΑΤΗ