ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΉ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΉ ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΟΡΘΌΔΟΞΗ ΤΩΝ ΚΟΡΥΤΣΑΙΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΏΝ - GAZETË ELEKTRONIKE, KULTURORE, HISTORIKE, ORTHODHOKSE E KORÇARËVE EPIROTË
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διδακτικές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διδακτικές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024
Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021
Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018
Ο αετος και ο γυμνοσαλιαγκας....- Fabul:Shqiponja dhe kërmilli...
Eιναι πανω σε ένα ψηλό βουνό, ενας αετος και
χαζευει τη θεα του καμπου.
Καμαρωνει που ειναι τοσο ψηλα!!
Θαυμαζει τα φτερα του που εγιναν τοσο δυνατα απο το πεταγμα!!
Κοιταζει τα κοφτερα του νυχια και νιωθει πολυ περηφανος!!
-Ειμαι δυνατος σκεφτεται.Μονος μου εφτασα εδω στην κορυφη!!Με τη
δυναμη μου!!
Ξαφνικα ομως νιωθει κατι γλειωδες και σιχαμενο στα ποδια του..
-Πως εφτασες μεχρι εδω σιχαμενε σαλιγκαρι??
-Γλείφοντας
και έρποντας , απάντησε αυτό!!!!!!!!
|
Mbi një mal të lartë, qëndron një shqiponjë dhe
sodet pamjen e fushës.
Krenohet që është kaq lart!!
Mrekullohet me krahët e saj që u bënë kaq të
forta nga fluturimi!!
Shikon thonjtë e saj të mprehtë dhe ndjehet
krenare!!!
-
Jam e fortë – mendon. E vetëm arrita këtu në këtë majë! Me fuqinë
time!!!
Papritur ndjen diçka të rrëshqitëshme, të
ftohtë, dhe plot me qure në këmbët e tij....Shikon papritur një kërmill.
-
Si arrite deri këtu ti
kërmill i pështirë???- e pyeti
-
Duke lëpirë dhe duke u hequr zvarrë -
tha kërmilli.
(Për të gjithë ata që kanë si model kërmillin
dhe janë aq shumë në shoqërinë shqiptare)
|
Πέμπτη 7 Απριλίου 2016
Ο ιστός της αράχνης! - Rrjeta e merimangës
Κατά
τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου ένας στρατιώτης έχασε τη μονάδα του μέσα στον χαμό των εκρήξεων και τον πυροβόλων. Έψαξε για τους συμπολεμιστές
του αλλά προς μεγάλη του θλίψη
δεν μπόρεσε να τους βρει. Είχε μείνει μόνος του σε κείνο το τόπο. Άκουγε τους εχθρούς να έρχονται κατά το μέρος του. Απεγνωσμένα έψαχνε για καταφύγιο και κάποια στιγμή το μάτι του έπεσε σε κάποιες σπηλιές στα αντικρινά βράχια. Γρήγορα σκαρφάλωσε και χώθηκε σε μια από αυτές. Παρότι
ήταν για την ώρα ασφαλής, διαπίστωσε ότι οι εχθροί δεν θα αργούσαν να σκαρφαλώσουν κι αυτοί, να ψάξουν τις σπηλιές να τον βρουν και να τον σκοτώσουν.
Όση
ώρα περίμενε προσευχήθηκε στο Θεό:
"Σε παρακαλώ Θεέ μου,
αν θέλεις προστάτεψε με. Παρόλα
αυτά ό,τι είναι θέλημα
σου σε αγαπώ και σε εμπιστεύομαι".
Όταν τέλειωσε τη προσευχή
του ξάπλωσε ήρεμος και άκουγε τους εχθρούς που πλησίαζαν. Σκέφτηκε: "Όπως βλέπω ο Θεός δεν πρόκειται να με βοηθήσει να γλυτώσω αυτή τη φορά".
Τότε
παρατήρησε μια αράχνη που
ξεκίνησε να υφαίνει τον ιστό της στην είσοδο της σπηλιάς."Χα!" σκέφτηκε, "αυτό που θέλω είναι πέτρες και τούβλα και
ο Θεός μου έστειλε μια
αράχνη και τον ιστό της. Μα τη πίστη μου ο Θεός έχει χιούμορ!"
Καθώς
πλησίαζε ο εχθρός, από τη σκοτεινή μεριά της σπηλιάς έβλεπε τους στρατιώτες που εξερευνούσαν την μια σπηλιά ύστερα από την άλλη. Όταν έφτασαν στη δική του ήταν έτοιμος να δώσει την τελευταία του μάχη. Όμως προς μεγάλη του έκπληξη
οι στρατιώτες έριξαν μόνο
μια ματιά μέσα και συνέχισαν στην επόμενη.
Ξαφνικά
συνειδητοποίησε ότι με τον
ιστό στην είσοδο της σπηλιάς φαινόταν ότι ήταν κλειστή εδώ και πάρα πολύ καιρό.
"Θεέ
μου, συγχώρεσε με" είπε ο νεαρός στρατιώτης. "Είχα ξεχάσει ότι ο ιστός
της αράχνης είναι πιο δυνατός
από ένα τοίχο φτιαγμένο
από τούβλα"!
|
Gjatë Luftës së 2-të Botërore një ushtar humbi
skuadrën e tij në rëmujën e shpërthimeve dhe të bombardimeve. Kërkoi për
bashkëluftëtarët e tij por u hidhërua shumë që nuk mundi që ti gjejë. Kishte
mbetur i vetëm në atë vend. Dëgjonte
armiqtë e tij që po drejtoheshin drejt vendit në të cilin nodhej. I dëshpëruar kërkonte të gjente një strehim
dhe në një farë momenti syri i tij ra në disa shpella në shkembinjtë
përballë. Shpejt u ngjit dhe u fut në
një prej tyre. Mgjth se ishte për momentin i sigurt, vuri re që armiqtë nuk ishin
shumë larg dhe do të ngjiteshin drejt tij, që të kërkonin nëpër shpella ku do
ta kapnin dhe do ta vrisnin.
Për sa kohë pristeiu lut Zotit: “ O Zot të lutem,
nëse do më mbro. Mgjth atë le të bëhet vullneti yt, të dua dhe kam besim tek
ty”. Kur mbaroi lutjen u shtri i qetë dhe dëgjonte armiqtë që afroheshin. U mendua:
“Me sa duket Zoti nuk do të më ndihmojë që të shpëtoj kësaj rradhe”.
Atëhere vuri re një merimangë që filloi të thurrte
rrjetën e saj në hyrjen e shpellës: “Ha!” Mendoi, “ajo që dua janë tulla dhe
gurë dhe Zoti më dërgoi një merimangë dhe rrjetën e saj. Për besimin tim,
Zoti ka humor!”.
Pasi afrohej armiku, nga ana e errët e shpellës
shikonte ushtarët që kontrrollonin njërën shpellë pas tjetrës. Kur arritën
tek shpella e tij ishte gati që të jepte betejën e fundit. Por për çudi
ushtarët hodhën një sy brenda dhe vazhduan tek shpella tjetër.
Pa pritur kuptoj se me rrjetën e merimangës në
hyrje shpella dukej se ishte e mbyllur këtu e shumë kohë. “O Zot më fal”, tha
ushtari i ri. “Kisha harruar që rrjeta e merimangës është më e frotë nga një
murr i bërë me tulla”!.
|
Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015
ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ
π. Δημητρίου Μπόκου
Στερέωσε καλύτερα τὰ
γυαλιά του, μὲ μιὰ κίνηση ποὺ πρόδινε ἐλαφριὰ ἀμηχανία, καὶ ξανάσκυψε
πάνω στὸν ἐπιχειρησιακὸ χάρτη.
Οἱ ἐπιτελεῖς του, σὲ μιὰ
ὕστατη προσπάθεια νὰ διασκεδάσουν τοὺς δισταγμούς του, ξανάρχισαν νὰ
ἀπαριθμοῦν τὰ σοβαρὰ πλεονεκτήματα τοῦ σχεδίου τους.
-Κύριε Πρόεδρε, ἡ ἐπιτυχία μας εἶναι
παραπάνω ἀπὸ σίγουρη…
Ἐπιτέλους φάνηκε νὰ πείθεται.
-Ἐντάξει λοιπόν…, ἤχησε
βαρειὰ ἡ φωνή του, καθὼς τὸ ἐξεταστικό του βλέμμα ζύγιζε προσεκτικὰ
ἕναν-ἕναν. Σὲ πόση ὥρα ξεκινᾶμε;
-Σὲ δύο ὧρες ἀπὸ τώρα,
κύριε Πρόεδρε!
-Ἀκριβῶς μεσάνυχτα…
στὴν ὥρα τῆς γιορτῆς…, μονολόγησε, ρίχνοντας μιὰ κλεφτὴ ματιὰ στὸ ρολόι
του. Ἔχουμε δὰ καὶ Χριστούγεννα ἀπόψε, πῶς νὰ τὸ κάνουμε! συνέχισε μ’
ἕνα πικρὸ χαμόγελο, σὰν νά ’ταν μόνος του στὴν τεράστια αἴθουσα συνεδριάσεων.
Τὸ πράσινο φῶς γιὰ τὸ πρόγραμμα «ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ
ΕΙΡΗΝΗ» μὲ τὴν ἔγκριση τοῦ Προέδρου ἄναψε.
Σὲ λίγο ἡ μεγαλούπολη
πλημμύρισε στὰ φῶτα. Ὁ σκοτεινὸς οὐρανὸς γέμισε πορφυρὲς ἀνταύγειες.
Γύρω στὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο, ντυμένοι στὰ γιορτινά, μὲ μάτια
λαμπερὰ κι ἀστραφτερὰ χαμόγελα, ἄρχισαν ὅλοι ν’ ἀνταλλάσσουν τὶς χριστουγεννιάτικες
εὐχὲς καὶ τὰ δῶρα. Ὁ κόσμος φάνταζε παραμυθένιος.
Στὸ σπίτι τοῦ Προέδρου μιὰ τρυφερὴ εἰκόνα θὰ καθήλωνε
κάθε βλέμμα. Οἱ γλυκειὲς νότες τοῦ πιάνου γέμισαν τὸν ἀέρα ἀπ’ τὸ ἀέρινο
παίξιμο τῆς χαριτωμένης κορούλας, ἐνῶ ἀντήχησαν ὣς ἔξω στὸν δρόμο
οἱ ἑνωμένες φωνὲς ὅλης τῆς οἰκογένειας στὶς ἁπαλὲς χριστουγεννιάτικες
μελωδίες. Ἅγια Νύχτα… Τί συγκίνηση! Τί χαρά!
Ἀλλὰ ταυτόχρονα…
… στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ πλανήτη,
φωτεινὲς λάμψεις ἀλλιώτικες ἔσκισαν τὴ σκοτεινιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Μιὰ σφοδρὴ
καταιγίδα ἄρχισε νὰ μαστιγώνει ἀλύπητα τὴ ρακένδυτη σάρκα τῆς γῆς.
Τὸ πρόγραμμα «ΚΑΙ
ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ» (τῶν «καλῶν»), μὲ τὴν προεδρικὴ ἔγκριση, ἔμπαινε
πλέον στὴ φάση τῆς ἐφαρμογῆς του πάνω στοὺς «κακούς».
Βόμβες, πύραυλοι, μαχητικά,
ἑλικόπτερα, ὅλα τὰ ὄπλα τοῦ θανάτου, ξερνοῦσαν ἀσταμάτητα τὴ φωτιὰ
καὶ τὴν κόλαση. Πυκνὰ σύννεφα καπνοῦ τύλιξαν τὴ γῆ. Λιπόσαρκα κορμιὰ
ἀμάχων καὶ τυραννισμένα σώματα παιδιῶν τινάχτηκαν καὶ γέμισαν τὸν
ἀέρα μέσα στὸν ἐκκωφαντικὸ ὀρυμαγδὸ τῶν ἐκρήξεων. Τὰ παιδιὰ τοῦ κατώτερου
θεοῦ παραδόθηκαν στὴν ἀνελέητη σφαγή.
Οἱ σκοτεινὲς φιγοῦρες τῶν ἀτσαλένιων πουλιῶν,
σὰν σὲ μακάβριο χορὸ δαιμονικῶν φαντασμάτων, συνέθεταν στὴν κολασμένη
νύχτα τὴ νέα φρικιαστικὴ μελωδία τῆς («ἐπὶ γῆς») εἰρήνης.
… Ἀπ’ τ’ ἀνοιχτὰ παράθυρα τῆς προεδρικῆς
κατοικίας, στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς γῆς, ξεχύνονταν ἀκόμα στὸ δρόμο οἱ ἀγγελικὲς
γιορτινὲς μελωδίες. Ἡ βαρύτονη φωνὴ τοῦ Προέδρου συγκινημένη τὶς
συνόδευε.
Τί εἰρωνεία!
Ὁ χαλασμὸς ἦταν πολὺ
μακριὰ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βγάλει τὸν κόσμο τῶν «καλῶν» ἀπ’ τὴ χριστουγεννιάτικη
ἀφασία του.
Χριστούγεννα 2001
(Περιοδ.
ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, τ. 11, Δεκ. 2012, σ. 22)
Διαδίδω τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ η».
Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά
μου e-mails.
ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΣΥΚΗΣ
π. Δημητρίου Μπόκου
Χαρισμένο
σὲ ὅσους βαφτίζουν τὸν πόλεμο ἀνθρωπιστικὴ ἐπιχείρηση
Μὲ
τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ βασιλιὰ Γόμερ οἱ ἀρχηγοὶ ὕψωσαν τὰ ξίφη τους
καὶ οἱ πολεμιστὲς ἐπευφήμησαν τὸν βασιλιά τους. Μὰ ὁ ἑκατόνταρχος
Ρόμαν δὲν τοὺς μιμήθηκε. Ἀκούμπησε τὸ χέρι στὴ λαβὴ τοῦ ξίφους του,
μά, σὰν κάτι νὰ τὸν κράτησε, σταμάτησε ἐκεῖ. Οἱ ἄντρες του, βλέποντας
τὸν δισταγμό του, ἔμειναν σιωπηλοί.
Ὁ
σαλπιγκτὴς ἔφερε τὸ στριφτὸ βούκινο στὸ στόμα του. Ἕνας βαθὺς ἦχος ἁπλώθηκε
στὴν κοιλάδα καὶ σύγκαιρα ὁ στρατός, σὰν γιγάντιο σῶμα, κινήθηκε
μπροστά. Ἡ πανίσχυρη στρατιὰ τῆς μεγάλης αὐτοκρατορίας ξεκινοῦσε
γιὰ τὴ νέα της ἀποστολή.
Ὁ Ρόμαν σπιρούνισε τὸ ἄλογό
του βαρύθυμος. Γύρω του ὑψωνόταν μιὰ βουερὴ σύγχυση, καθὼς τὰ ποικίλα
σώματα προχωροῦσαν ἀργὰ μὲ τὸν βαρὺ ὁπλισμό τους. Στὰ κοντάρια τους,
ἴδιο κινούμενο δάσος, ἀνέμιζαν λευκὰ τριγωνικὰ φλάμπουρα μὲ ἔμβλημα
στὴ μέση τὸν σταυρό. Προηγοῦνταν ἱππεῖς, ἐνῶ τοξότες σὲ πυκνὰ τμήματα
κάλυπταν τὰ πλαϊνὰ καὶ τὰ νῶτα. Ἑκατοντάδες ὑποζύγια καὶ ἅμαξες ἀκολουθοῦσαν
ξοπίσω μὲ ἐφόδια γιὰ πολύμηνη ἐκστρατεία.
Ἁπλωμένο
στὴν πλατειὰ κοιλάδα τὸ μεγάλο στράτευμα φάνταζε ὑποβλητικό. Μὰ ὁ Ρόμαν
ἔβλεπε μὲ βαθὺ σκεπτικισμὸ τὸ μεγαλόπρεπο θέαμα ποὺ θὰ χανόταν σὲ
λίγο, ὅταν ἡ ἁπλοχωριὰ θά ’δινε τὴ θέση της σὲ στενωποὺς καὶ ὑπώρειες.
Δὲν ἀμφέβαλλε γιὰ τὴν ἰσχύ τους. Οὔτε ὁ ἴδιος ἦταν δειλός. Εἶχε δείξει
τὴν ἀναμφισβήτητη ἀξία του, ὅσες φορὲς ἡ πατρίδα του βρέθηκε σὲ κίνδυνο.
Μὰ
τώρα ἀμφέβαλλε γιὰ τὸν σκοπό τους. Ἡ αὐτοκρατορία δὲν βρισκόταν σὲ κίνδυνο.
Ἦταν πιὰ πανίσχυρη. Εἶχε ὑποτάξει τοὺς λαοὺς ποὺ τὴν ἐπιβουλεύτηκαν.
Ποῦ πήγαιναν;
Στὴν
ἄλλη σχεδὸν ἄκρη τῆς γῆς. Ὁ Γόμερ εἶχε μάθει πὼς κατοικοῦσε ἐκεῖ ἕνας
λαός. Μικρὸς μπροστὰ στὴ μεγάλη αὐτοκρατορία. Οὔτε πολεμοχαρής, οὔτε
ἐχθρικὸς μαζί τους. Μὰ οὔτε καὶ πρόθυμος νὰ ὑποταχθεῖ σὲ κανέναν. Προτιμοῦσε
νὰ ζεῖ ἐλεύθερος.
Ὁ
Γόμερ ὅμως ἦταν ὁ μεγάλος βασιλιάς. Ὁ αὐτοκράτορας. Ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ
Θεοῦ. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του κυρίαρχο τῆς οἰκουμένης. Μὲ ἐξουσία
δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τί ἄλλο θά ’ταν ἀπ’ τὸ νὰ
βασιλεύει ὁ μεγάλος βασιλιὰς σ’ ὅλη τὴ γῆ; Στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ λοιπὸν
ἡ αὐτοκρατορία θὰ ἔβαζε τώρα τὰ πράγματα στὴ θέση τους.
Ὁ παλαίμαχος Ρόμαν πορευόταν
σιωπηλὸς καὶ σκεπτόταν. Ἡ ἀλαζονεία τοῦ Γόμερ τὸν ἔκανε νὰ ἀντιδρᾶ.
Δὲν ἤθελε νὰ τὰ βάλει μ’ ἕνα λαό, ποὺ θὰ πολεμοῦσε γιὰ τὴ γῆ του καὶ τὰ
παιδιά του. Ποιὸς Θεὸς θὰ εὐλογοῦσε τέτοιον πόλεμο;
Γιὰ
βδομάδες ὁλόκληρες ἡ μεγάλη στρατιὰ ἅπλωνε τὴν ἀπειλητική της παρουσία
σὲ βουνὰ καὶ πεδιάδες, ὥσπου ἔφτασε κάποτε ἀπέναντι στὰ κάστρα τῆς μικρῆς
χώρας. Ὁ λαός της ἀντίκρυσε τὸν στρατὸ τῆς μεγάλης αὐτοκρατορίας,
μὰ δὲν τό ’βαλε κάτω. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴ λευτεριὰ ἔκαμε
ἀτσάλι τὴν καρδιά τους.
Κι
ἔτσι πιάστηκε ὁ πόλεμος. Μῆνες κράτησε, μὰ τὰ ὀχυρὰ τοῦ μικροῦ λαοῦ
ἄντεχαν. Ὁ χειμώνας ἔφτασε. Οἱ μαχητὲς τῆς αὐτοκρατορίας ἔχαναν τὸ
ἠθικό τους. Ἄρχισαν τὴ γκρίνια.
- Γιατί πολεμᾶμε αὐτὸν τὸν λαό; Σὲ τί μᾶς
ἔφταιξε; Αὐτοὶ πολεμοῦν γιὰ τὰ παιδιά τους. Ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα. Ἐμεῖς
πῶς θὰ τὰ γιορτάσουμε χωρὶς τὰ παιδιά μας; Γιατί ἤρθαμε τόσο μακριά;
Ὁ
στρατηγὸς προσπάθησε νὰ τοὺς τονώσει. Τοὺς μάζεψε καὶ τοὺς μίλησε.
Τοὺς θύμισε ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος στρατὸς τῆς γῆς. Κι ὁ βασιλιάς τους
αὐτοκράτορας τῆς οἰκουμένης. Καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ πρέπει νὰ προσκυνοῦν τὸν
μεγάλο βασιλιά. Καὶ θέλημα Θεοῦ εἶναι νὰ ἐξαφανιστεῖ αὐτὸς ὁ λαός,
ποὺ τοὺς ταλαιπωρεῖ τόσον καιρὸ μὲ τὸ πεῖσμα του νὰ μὴν προσκυνᾶ.
-
Στ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, σᾶς τοὺς
παραδίδω στὰ χέρια σας καὶ στὸ σπαθί σας!
Καὶ
μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ στρατηγὸς ἐπευφήμησε τὸν βασιλιά τους. Τὸν μιμήθηκαν
κάμποσοι, μὰ οἱ πολλοὶ δὲν ἀνταποκρίθηκαν.
- Νά, πῶς ὁ σταυρὸς γίνεται σύμβολο τοῦ μίσους!
σκέφτηκε ἀκόμα πιὸ βαρύθυμος ὁ Ρόμαν. Αὐτὸς ὁ πόλεμος εἶναι πολὺ ἀνήθικος.
Ὁ
στρατηγὸς ὅρισε ἡ τελικὴ ἕφοδος νὰ γίνει τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων,
ποὺ δὲν θὰ περίμενε ἐπίθεση κανένας. Χριστιανοὶ μέσα, Χριστιανοὶ ἔξω,
θὰ γιόρταζαν Χριστούγεννα ἀντὶ νὰ πολεμοῦν. Τὴ νύχτα ποὺ γεννιόταν
ὁ Χριστὸς φέρνοντας τὴν ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἡ αὐτοκρατορία θ’ ἀφάνιζε
στ’ ὄνομά Του τὸν μικρὸ λαό.
Ἔτσι
κι ἔγινε.
Τὴν ὁρισμένη ὥρα τῆς ἅγιας
νύχτας ἄρχισε ἡ ἐπίθεση. Ὁ στρατηγὸς δὲν εἶχε γελαστεῖ. Ὁ πολὺς κόσμος
ἦταν στὶς ἐκκλησιὲς γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ παρακαλέσει γιὰ τὴ σωτηρία
του. Λίγοι μαχητὲς ἦταν στὰ τείχη. Μὰ κι αὐτοὶ πολέμησαν γενναῖα. Ἀλλὰ
κάποτε λύγισαν. Οἱ πύλες παραβιάστηκαν. Οἱ εἰσβολεῖς ὅρμησαν στὴν
πόλη. Λεηλασία καὶ φωτιὰ ἀντάμα ἄρχισαν τὸ μακάβριο ἔργο τους.
Καὶ ὁ Ρόμαν; Τί ἔγινε; Ποῦ βρισκόταν;
Μὲς
στὸ σκοτάδι καὶ τὴ σύγχυση οἱ ἄνδρες του ἀπὸ τὸ δεξιὸ κέρας ὅπου βρίσκονταν,
πλαγιοδρόμησαν ἀθόρυβα καὶ ἀθέατοι βγῆκαν ἀπ’ τὸ πεδίο τῆς μάχης.
Καθηλωμένοι σ’ ἕνα χαμηλὸ κοίλωμα κοντὰ στὰ τείχη περίμεναν, ὥσπου
ἡ πρώτη πύλη ὑποχώρησε.
Ὁλόκληρη
ἡ φάλαγγα τότε στὸ σύνθημα τοῦ Ρόμαν ὅρμησε ταχύτατα, σὰν βέλος, μπροστά.
Προχώρησαν μὲς ἀπ’ τὶς φλόγες ποὺ ἀγκάλιαζαν τὰ πρῶτα σπίτια. Διέσχισαν
γοργά τοὺς σκοτεινοὺς ἔρημους δρόμους, ὥσπου ἔφτασαν στὴν πρώτη ἐκκλησιά.
Ὁ Ρόμαν ὑπολόγιζε, σωστὰ ὅπως φάνηκε, πὼς ὅλοι θὰ βρίσκονταν ἐκεῖ.
Φωτεινὲς ἀνταύγειες ξεχείλιζαν ἀπ’ τὰ χρωματιστά της παράθυρα
γλυκαίνοντας τὴν παγωνιὰ τῆς μάχης καὶ τοῦ σκοταδιοῦ.
Στὴν
πλακόστρωτη αὐλὴ ἀντήχησαν τὰ ποδοβολητὰ ἀνθρώπων καὶ ἀλόγων. Ὁ Ρόμαν
πρόβαλε στὴν εἴσοδο. Σύγκαιρα μιὰ μυριόστομη κραυγὴ ἀπ’ τὸ ἀσφυκτικὰ
συγκεντρωμένο πλῆθος ἔτρεψε τὴν παρήγορη ἀτμόσφαιρα τῆς χριστουγεννιάτικης
λειτουργίας σὲ θρῆνο. Οἱ μητέρες ἔσφιξαν στὰ στήθη τὰ μωρά τους. Βιβλικὸ
δέος πλημμύρισε τὰ πάντα. «Φωνὴ ἐν Ραμὰ
ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς». Τὸ κλάμα τῆς Ραχὴλ
γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμα ὑψώθηκε ὣς τὰ μεσούρανα. Τὰ βλέμματα ὅλων, ἀλλοιωμένα
ἀπ’ τὸν τρόμο, στράφηκαν πρὸς τὴν πόρτα.
Μὰ
εἶδαν τὸν ἑκατόνταρχο μὲ τὴν περικεφαλαία στὸ χέρι νὰ κάνει μόνο τὸν
σταυρό του. Δίπλα του οἱ πολεμιστὲς ἔκαναν τὸ ἴδιο.
-
Δὲν θὰ γινόμουνα ποτὲ Ἡρώδης! Θὰ
σᾶς προστατέψω! Μὴ φοβάστε! εἶπε μονάχα ὁ Ρόμαν σηκώνοντας γιὰ καθησυχασμὸ
τὸ χέρι του καὶ βγῆκε.
Ἄφησε μιὰ ὁμάδα γιὰ τὴν προστασία
τους καὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἄνδρες του προχώρησε. Οἱ εἰσβολεῖς βρῆκαν
στὴν εἴσοδο κάθε ναοῦ τοὺς ὁπλισμένους ἐπίλεκτους τοῦ Ρόμαν. Γνώριζαν
ὅλοι τὴν ἀξία τους. Δίστασαν νὰ ἐμπλακοῦν σὲ ἐμφύλια σύρραξη. Δὲν ἦταν
ἄλλωστε καὶ τόσο περήφανοι γι’ αὐτὸν τὸν πόλεμο. Ὁ πληθυσμὸς σώθηκε.
Ξημέρωνε
σχεδόν, ὅταν ὁ στρατηγὸς ἔμπαινε στὴ λεηλατημένη πόλη. Ἡ εἴδηση γιὰ
τὴ δράση τοῦ Ρόμαν εἶχε ἁπλωθεῖ κιόλας παντοῦ. Ὁ στρατηγὸς τὸν κάλεσε
πάραυτα σὲ ἀπολογία.
-
Ἑκατόνταρχε Ρόμαν! Παράδωσε ἀμέσως
τὸ σπαθί σου καὶ ἐξήγησέ μας γιατί ἀψήφησες τὸ θέλημα τοῦ μεγάλου
βασιλιᾶ.
-
Ἀκόμα καὶ στὸν πόλεμο ὑπάρχουν κανόνες!
εἶπε ὁ Ρόμαν προχωρώντας θαρρετὰ μπροστὰ ἀπ’ τὸ στράτευμα καὶ ρίχνοντας
τὴ ζώνη μὲ τὸ ξίφος του στὰ πόδια τοῦ στρατηγοῦ. Δὲν πρέπει νὰ κυριαρχεῖ
μόνο ὁ νόμος τῆς δύναμης. Ποτὲ δὲν ἀτίμωσα τὸ σπαθί μου μὲ ἐγκλήματα
καὶ δὲ θὰ τό ’κανα τώρα!
-
Γιὰ ποιὰ ἐγκλήματα μιλᾶς, ἑκατόνταρχε;
-
Γιὰ τὸν ἀνέντιμο πόλεμο ποὺ κάνουμε
τώρα, στρατηγέ μου. Ὁ ἀναίτιος ἀφανισμὸς ἑνὸς λαοῦ εἶναι ἔγκλημα.
Ὁ μεγάλος βασιλιάς, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος, εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐγκληματεῖ
ἄραγε; Ἔστω πὼς εἶναι! Μὰ ὅταν φορτώνει τὸ ἔγκλημά του στὴν πλάτη τοῦ Θεοῦ,
γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ ὁ ἴδιος τὴν εὐθύνη, δὲν ἐγκληματεῖ διπλά; Κανένας,
μὰ κανένας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα, οὔτε κι ὁ βασιλιάς, νὰ κάνει τὰ ἐγκλήματά
του στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυνατὸν ποτὲ κάτω ἀπ’ αὐτὸ τὸ φύλλο τῆς
συκῆς νὰ κρύψει κάποιος πραγματικὰ τὴ γύμνια του; Καὶ ὑπάρχει ἄραγε
χειρότερη βλαστήμια τοῦ Θεοῦ ἀπ’ αὐτήν; Παραμορφώσαμε τὴν εἰκόνα
του. Σβήσαμε τὴν ἀγάπη ἀπ’ τὴ μορφή του καὶ βάλαμε στὸ χέρι του μαχαίρι.
Τὸν θέλουμε κι Αὐτὸν νὰ ὑπηρετεῖ τὰ σχέδιά μας, ὅποια κι ἂν εἶναι!
…Ὁ
Ρόμαν μίλησε παράτολμα. Παγερὴ σιγὴ ἁπλώθηκε στὸ στράτευμα. Οἱ στιγμὲς
ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν δραματικές. Μὰ ὁ στρατηγὸς δὲ βιάστηκε ν’ ἀπαντήσει.
Ζύγιζε τὴν κατάσταση. Γνώριζε τὸν γενναῖο Ρόμαν καὶ ἤξερε πόσο βαθιὰ
τὸν ἐκτιμοῦσε ὁ στρατός του.
-
Πάρε τὸ σπαθί σου, ἑκατόνταρχε! εἶπε
στὸ τέλος. Δὲν εἴμαστε βάρβαροι καὶ θὰ τὸ ἀποδείξουμε. Ἔχουμε ἀκόμα
τὸν καιρὸ νὰ φτιάξουμε μιὰ νέα σχέση μὲ τὸν λαὸ αὐτό. Ἂς ξαναχτίσουμε
τὴν πόλη τους πρὶν φύγουμε. Ἂς μᾶς θυμοῦνται φίλους καὶ ὄχι ἐχθρούς.
Ἀλαλαγμὸς χαρᾶς ὑψώθηκε
γιὰ τὴ δικαίωση τοῦ Ρόμαν…
-
…αὐτὰ γινόντουσαν, παιδί μου, τὸν παλιὸ
καιρό! ἔλεγε ὁ παπποὺς τελειώνοντας τὴν ἱστορία του.
Μὰ μέχρι σήμερα
δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἀλαζόνες ἄνθρωποι. Ποὺ πολεμᾶνε τάχατες γιὰ τὸ
καλὸ καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Μὰ στὴν οὐσία καπηλεύονται τὸ ὄνομά Του
γιὰ νὰ καλύπτουν τὰ ἐγκλήματά τους.
Νὰ
ὑπάρχουν ἄραγε καὶ οἱ γενναῖοι Ρόμαν
ποὺ ξεσκεπάζουν τὸ κακό;
…Φαντάζομαι πὼς ναί, …μιὰ καὶ
δὲν ἔσβησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο αὐτὸν ἀκόμα…
Χριστούγεννα 2004
Διαδίδω τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ
η».
Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails.
Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015
Παιδαγωγός! - Mësuesi/ja e vërtetë!
Παιδαγωγός
Καθώς στεκόταν μπρος
στην τάξη της την Ε’ δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η κυρία Τζοβάννα
είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές
της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο.
Αλλά αυτό ήταν
αδύνατον, διότι εκεί στην μπροστινή σειρά, βυθισμένο στο κάθισμά του ήταν ένα
μικρό αγόρι, ο Μάνος Μανούσας… Η κυρία Τζοβάννα είχε παρακολουθήσει τον Μάνο
την προηγούμενη χρονιά και είχε προσέξει ότι ο Μάνος δεν έπαιζε καλά με τα
άλλα παιδιά. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Πάντα φαινόταν ότι χρειαζόταν
μπάνιο. Και ο Μάνος μπορούσε να είναι πολύ δυσάρεστος.
Στο σχολείο που δούλευε
η κυρία Τζοβάννα έπρεπε να επιθεωρήσει του κάθε μαθητού το ιστορικό. Άφησε
του Μάνου το ιστορικό να το διαβάσει τελευταίο. Όταν όμως διάβασε το ιστορικό
που έγραφαν οι προηγούμενες δασκάλες έμεινε έκπληκτη!
Η δασκάλα της Α’
δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι ένα φωτεινό παιδί με έτοιμο πάντα το
χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς
τρόπους… είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Η δασκάλα της Β’
δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους
συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του που
έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
Η δασκάλα της Γ’
δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του ήταν πολύ σκληρός και οδυνηρός
για αυτόν. Προσπαθεί να κάνει καλά τις εργασίες του, αλλά ο πατέρας του δε
δείχνει πολύ ενδιαφέρον. Η ζωή του σπιτιού σύντομα θα τον επηρεάσει εάν δε
παρθούν ορισμένα μέτρα».
Η δασκάλα της Δ’
δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος έχει αποσυρθεί και δεν δείχνει ενδιαφέρον για το
σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη».
Διαβάζοντας όλα αυτά η
κυρία Τζοβάννα κατάλαβε το πρόβλημα και ντράπηκε πολύ για τον εαυτό της.
Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν οι μαθητές της της έφεραν χριστουγεννιάτικα
δώρα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, εκτός από
του Μάνου. Το δώρο του ήταν άγαρμπα διπλωμένο σε μια καφετιά χοντρή σακούλα
του μανάβη. Η κυρία Τζοβάννα δυσκολεύτηκε να το ανοίξει εν μέσω των άλλων
δώρων. Μερικά παιδιά άρχισαν να γελάνε όταν έβγαλε από τη σακούλα ένα
βραχιόλι που λείπανε μερικές από τις ψεύτικες αδαμάντινες χάντρες και ένα
μπουκάλι ένα τέταρτο γεμάτο άρωμα. Αλλά έπνιξε τα γέλια των μαθητών καθώς είπε
θαυμαστικά πόσο όμορφο ήταν το βραχιόλι φορώντας το στο χέρι της και βάζοντας
μερικές σταγόνες στον καρπό του χεριού της.
Ο Μάνος έμεινε λίγο
παραπάνω στο σχολείο στο σχόλασμα για να πει «κυρία Τζοβάννα σήμερα μυρίζατε
όπως ακριβώς μύριζε η μαμά μου». Όταν έφυγαν τα παιδιά έκλαιγε για περίπου
μισή ώρα. Από εκείνη την ημέρα η κυρία σταμάτησε να διδάσκει ανάγνωση, γραφή
και αριθμητική. Έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο Μάνο. Καθώς δούλευε μαζί του το
μυαλό του ζωντάνευε. Όσο πιο πολύ τον ενθάρρυνε τόσο πιο γρήγορα
ανταποκρινόταν. Έως το τέλος του χρόνου ο Μάνος είχε γίνει ένα από τα πιο
έξυπνα παιδιά της τάξης του, και παρόλο το ψέμα ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά
το ίδιο η κυρία Τζοβάννα ευνοούσε τον Μάνο ιδιαίτερα.
Μετά από ένα χρόνο
βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα της. Ήταν από τον Μάνο. Της έλεγε ότι
ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του. Πέρασαν έξι χρόνια
πριν πάρει άλλο σημείωμα από τον Μάνο. Της έγραφε ότι τελείωσε το Λύκειο και
ήταν τρίτος στην τάξη του, και ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε
ποτέ στη ζωή του.
Μετά τέσσερα χρόνια
πήρε άλλο ένα σημείωμα που της έλεγε ότι παρόλο που τα πράγματα ήταν αρκετά
δύσκολα κατάφερε να επιμείνει και να συνεχίσει τις σπουδές του, και ότι
σύντομα θα αποφοιτούσε από το πανεπιστήμιο με τις μεγαλύτερες διακρίσεις. Την
διαβεβαίωνε ότι αυτή ήταν η πιο αγαπητή δασκάλα που είχε σε όλη του την ζωή.
Πέρασαν ακόμη τέσσερα
χρόνια και έφτασε ακόμα άλλο ένα γράμμα. Αυτή τη φορά εξηγούσε ότι αφού πήρε
το δίπλωμά του αποφάσισε να προχωρήσει πιο πολύ και να κάνει διδακτορικό. Στο
γράμμα εξηγούσε ότι αυτή παρέμεινε η πιο καλή και αγαπητή δασκάλα που είχε
ποτέ στη ζωή του. Μα τώρα το όνομά του ήταν πιο μακρύ Dr. Εμμανουήλ Σ.
Μανούσος.
Η ιστορία δεν τελείωνε
εκεί. Υπήρξε ακόμη ένα γράμμα εκείνη την άνοιξη. Ο Μάνος της ανακοίνωνε ότι
είχε γνωρίσει μια υπέροχη κοπέλα την οποία θα παντρευόταν. Της εξηγούσε ότι ο
πατέρας του είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια και αναρωτιόταν αν θα συμφωνούσε
να παραβρεθεί στο γάμο και να καθόταν στη θέση της μητέρας του γαμπρού. Βεβαίως
η κυρία Τζοβάννα δέχτηκε. Μαντέψτε! Στο γάμο φορούσε εκείνο το βραχιόλι που
της είχε δωρίσει κάποια Χριστούγεννα – χρόνια πίσω. Ναι, εκείνο το βραχιόλι
που έλειπαν οι αδαμάντινες πέτρες. Και βεβαιώθηκε ότι φορούσε το ίδιο άρωμα
που θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του Μάνου στα τελευταία τους Χριστούγεννα
μαζί.
Όταν συναντήθηκαν
αγκαλιάστηκαν με στοργή. Ο κύριος Μανούσος ψιθύρισε στο αυτί της κυρίας
Τζοβάννας «Σας ευχαριστώ κυρία Τζοβάννα που πιστεύατε σε μένα. Σας ευχαριστώ
πάρα πολύ που με κάνατε να νιώθω σπουδαίος και μου δείξατε πως εγώ μπορούσα
να διαφέρω».
Η κυρία Τζοβάννα με
δάκρυα στα μάτια ψιθύρισε: «Μάνο μου λάθος κατάλαβες. Εσύ ήσουν που δίδαξες
σε εμένα πώς να διαφέρω. Δεν ήξερα πώς να διδάσκω μέχρι που σε γνώρισα».
Σε παρακαλώ να θυμάσαι
πως ό,τι κι αν κάνεις, όπου κι αν πας θα έχεις την ευκαιρία να αγγίξεις ή και
να αλλάξεις τη σκοπιά, την άποψη ενός ανθρώπου. Και όταν το κάνεις σε
παρακαλώ προσπάθησε να την κάνεις θετική.
|
Pedagog=Edukues
Pasi qëndronte para klasës
së 5-të gjatë ditës së parë të shkollës mësuese Xhoana ju tha fëmijëve një gënjeshtër. Si
shumica e mësuese ve, i pa nxënësit dhe ju tha që i donte të gjithë njësoj.
Por kjo ishte e pamundur
sepse atje në bangën e parë, i zhytur në karrigen e tij ishte një djalë i
vogël, Mano Manusa... Mësuese Xhovana
kishte ndjekur Manon vitin e kaluar dhe kishte vënë re se ai nuk luante mirë
me fëmijët e tjerë. Rrobat e tij ishin të zhubrosura. Gjithmonë dukej që i
duhej një banjo. Manoja mund të ishte shumë i pakëndshëm.
Në shkollën që punonte mësuese
Xhovana duhej të inspektonte
historikun e çdo nxënësi. Historikun e Manos e la që ta lexonte në fund. Por
kur lexoi Historikun që shkruanin mësueset para saj mbeti e çuditur!
Mësuesja e klasës së 1-rë
fillore shkruante: “Manoja është një djalë si dritë, me buzëqeshjen gjithmonë
në fytyrë. Bën detyrat e tij drejt dhe me kujdes dhe ka sjellje të mirë...
është kënaqësi që ta kemi pranë”.
Mësuesja e klasës së 2-të
shkruante: “Manoja është një nxënës i shkëlqyer. Nxënësit e tjerë e duan, por
duket se diçka e shqetëson për shkak të nënës së tij që ka një sëmundje të
pashërueshme, jeta në shtëpinë e tij është e vështirë”
Mësuesja e klasës së 3-të shkruante:
“Vdekja e nënës së tij ishte shumë e ashpër dhe e hidhur për të. Përpiqet që
të bëjë mirë detyrat e tij, por i ati i tij nuk tregon shumë interes. Jeta e
shtëpisë shpejt do të ndikojnë nëse nuk merren masa”.
Mësuesja e klasës së 4-ët
shkruante: Manoja është tërhequr dhe nuk tregon interes për shkollën. Nuk ka
shumë miqë dhe shpesh herë fle në klasë”.
Duke lexuar këto mësuesja
Xhovana kuptoi problemin dhe i erdhi turp nga vetja e saj. U ndje akoma më
keq kur nxënësit i sollën dhurata për Krishtlindje. Të gjitha ishin të
paketuara me letra me ngjyra dhe me fiongo, përveç dhuratës së Manos. Dhurata
e tij ishte e mbështjellë keq me në një qese të trashë kafe si ato që
përdoren në dyqani i frutave. Mësuese Xhovana u vështirësua që ta hapte në mes të
dhuratave të tjera. Disa fëmijë filluan të qeshin kur nxorri nga qesja një
byzylyk me gurë fallco dhe një shishe që ishte e mbushur deri në çereku i
saj. Por i mbyti të qeshurat e nxënësve pasi u shpreh me çudi se sa i bukur
ishte byzylyku duke e veshur në dorën e saj dhe duke hedhur disa pika nga
aroma në kyçin e saj.
Manoja qëndroi pak më tepër
në shkollë pas mësimit që të thoshte “zysh Xhovana sot ju mbanit një erë ashtu si mamaja ime”. Kur
ikën fëmijët qante për pothuajse gjysmë ore. Që prej asaj dite mësuesja
ndaloi së mësuari lexim, shkrim dhe matematikë. I tregonte shumë kujdes
Manos. Pasi punonte me të mendja e tij ngjallej. Sa më tepër e inkurajonte aq
më shpejt reagonte. Deri në fund të
vitit Manoja ishte bërë një prej fëmijëve më të zgjuar të klasës së tij, dhe
mgjth gënjeshtrës se i donte të
gjithë zysh Xhovana nënkuptonte Manon
në veçanti.
Pas një viti gjeti një
shënim poshtë derës së saj. Ishte nga Manoja. I thoshte që ishte mësuesja më
e mirë dhe që nuk do ta harronte kurrë në jetën e tij. Kaluan gjashtë vjet
para se marrë një tjetër letër nga Manoja. I shkruante se mbaroi Liceun dhe
ishte i treti në klasën e tij, dhe se ishte mësuesja më e mirë që kishte
ndonjëherë në jetën e tij.
Pas katër vjetësh mori një
letër tjetër që i thoshte se mgjth se gjërat ishin të vështira arriti të
këmbëngulte dhe të vazhdonte studimet e tij dhe shpejt do të mbaronte
Universitetin me të gjitha nderimet. E siguronte që ajo ishte mësuesja më e
dashur që kishte në jetën e tij.
Kaluan dhe katër vjetë të
tjerë që të të merrte një letër. Kësaj here shpjegonte se ai pasi mori dipllomën
e tij vendosi të vazhdojë më tepër dhe të mbarojë një doktoraturë. Në letër i
shpjegonte se ajo mbetej mësuesja më e mirë dhe më e dashur që kishte në
jetën e tij. Por tashmë emri i tij ishte Dr. Emanuil S Manousos.
Historia nuk ndalon atje.
Kishte dhe një letër tjetër në atë pranverë. Manoja e lajmëronte se kishte
njohur një vajzë të mrekullueshme me të cilën do të martohej. I shpjegonte se
i ati i tij kishte vdekur para pak vitesh dhe pyeste veten nëse do të ishte
dakort që të ishte në dasmë dhe të qëndronte në vendin e nënës së dhendërit.
Sigurisht që mësuese Xhovana pranoi.
Gjejeni! Në dasmë kishte veshur byzylykun që i kishte dhuruar për
Krishtlindje vite më parë Manoja. Po atë byzylyk nga i cili mungonin gurët
prej diamanti. Por dhe aromën që mbante nëna e tij në Krishtlindjet e fundit
që ishin bashkë.
Kur u takuan u përqafuan me
dhembshuri. Zotëria Manuso i pëshpëriti në vesh mësuese Xhovanës “ Ju falenderoj mësuese Xhovana që
besuat në mua. Ju falenderoj shumë që më shtytë të ndjehem i rëndësishëm dhe
më treguat që mund të jem i ndryshëm”.
Mësuese Xhovana me lot në sy filloi të përshpëritë:
“Mano e ke kuptuar gabim. Ti ishe ai që më mësove mua si të jem ndryshe. Nuk
dija të jepja mësim der sa të njoha ty”.
Të lutem të mbash mend se
çfarë do që të bësh, kudo që të shkosh do të kesh mundësinë që të prekësh apo
të ndryshosh këndvështrimin, opinionin e një njeriu. Kur ta realizosh
kujdesu, përpiqu që të jetë pozitiv.
|
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!
-
Αν ο Marin Mema ήταν έλληνας Το 10χρονο βίωμα ενός αδημοσίευτου άρθρου Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Αριστοτέλη ...
Ετικέτες
ενημέρωση
(2161)
ενημέρωση-informacion
(1487)
Αλβανία
(907)
ορθοδοξία
(422)
ιστορία-historia
(399)
Εθνική Ελληνική Μειονότητα
(366)
ελληνοαλβανικές σχέσεις
(312)
ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks
(280)
Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek
(258)
Β Ήπειρος
(240)
ορθοδοξία-orthodhoksia
(239)
ορθόδοξη πίστη
(222)
εθνικισμός
(195)
διωγμοί
(162)
Κορυτσά-Korçë
(122)
τσάμηδες
(122)
shqip
(119)
Κορυτσά Β Ήπειρος
(109)
informacion
(100)
Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος
(97)
ορθόδοξη ζωή
(96)
ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse
(76)
διωγμοί - përndjekje
(62)
ορθόδοξο βίωμα
(59)
εθνικισμός-nacionalizmi
(58)
ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας
(55)
Ελλάδα-Αλβανία
(48)
Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë
(47)
ανθελληνισμός
(44)
πολιτισμός - kulturë
(44)
Ελληνικό Σχολείο Όμηρος
(43)
Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά
(41)
besimi orthodhoks
(40)
Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare
(40)
ιστορία ορθοδοξίας
(36)
βίντεο
(35)
Shqipëria
(32)
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821
(32)
κομμουνισμός- komunizmi
(30)
πνευματικά
(27)
Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës
(24)
πολιτική-politikë
(24)
απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës
(22)
αλβανικά
(21)
εκπαίδευση
(21)
Αρχαία Ελλάδα
(20)
helenët-Έλληνες
(19)
κομμουνισμός
(19)
Greqia
(17)
Βλαχόφωνοι Έλληνες
(15)