80 χρόνια μετά την άνανδρη δολοφονία του
Σε λίγες μέρες από σήμερα, στις 18 του Νοέμβρη, χρέος μας να τιμήσουμε τη μνήμη ενός παραγκωνισμένου εθνομάρτυρα, του Βασίλη Σαχίνη από την Δούβιανη της Κάτω Δρόπολης. Παραγκωνισμένος, καθώς αν και μετά την διάλυση της Αυτονομίας υπήρξε ο πιο χαρισματικός ηγέτης, σε όλους τους αγώνες του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, έχω υπόψη μου τον αφανή τάφο του στο έμπα της εκκλησίας του νεκροταφείου Δερβιτσάνης, όπού μέχρι αργά ποδοπατούνταν και δρασκελίζονταν. Και όταν με πρωτοβουλία του γνωστού δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιώργο Μύτηλη, βρέθηκαν κάποια χρήματα και φιλοτεχνήθηκε η προτομή του, ενώ θα έπρεπε να κατείχε εξέχουσα θέση στην πλατεία της Δερβιτσάνης, καθώς και η μητέρα του κατάγονταν από αυτό το χωριό, το γεγονός δεν λήφθηκε υπόψη. Οπότε ο Γιώργος, ο οποίος με δυσκολία ανακάλυψε τον πραγματικό τάφο του Εθνομάρτυρα, αφού περισύλλεξε τα οστά του, τα τοποθέτησε σε επιφανή τάφο, μαζί και την προτομή του, δίπλα στην εκκλησία του νεκροταφείου.
Το να μνημονεύονταν ο Σαχίνης την περίοδο της κομμουνιστικής δικτατορίας, εκτός από αδύνατον, θεωρούνταν πρόκληση που καταδικάζονταν από το καθεστώς, καθώς η αριστερή παράταξη της Δρόπολης και όλης της Μειονότητας, όχι μόνο είχαν συστρατευτεί στον αγώνα της αλβανικής αριστεράς, εν συνεχεία ενσωματώθηκαν και στον κορμό της. Οπότε όλοι γνωρίζουμε ποια ήταν η τύχη της παράταξης που ηγούνταν ο Β. Σαχίνης, η οποία είχε βρεθεί περικυκλωμένη από δυο πυρκαγιές, από της αλβανικής και της ελληνικής αριστεράς.
Μετά από 33 χρόνια εκδημοκρατισμού όμως, εύλογο να αναθεωρηθεί και η ιστορία μας! Αναθεώρηση μεν, αλλά αμερόληπτα, καθώς από «έλλειψη συνδιαλλαγής» την προκείμενη περίοδο, ευθύνονταν και οι δυο παρατάξεις! Αν η αμεροληψία όμως, για εκείνους που έγραψαν την ιστορία εκείνης της περιόδου ήταν άγνωστη «φιλοσοφία», εννοείται παραγκωνίστηκε ή διαστρεβλώθηκε και ο αγώνας της παράταξης που εκπροσωπούσε ο Β. Σαχίνης! Οπότε σήμερα πέραν της «αναθεώρησης της ιστορίας», το να μνημονεύουν τους επιφανείς αγωνιστές μας δικαιούνται και οι δυο παρατάξεις. Εννοείται εξαίρεση αυτών που είχαν στιγματιστεί για εγκλήματα, εις βάρος των αντιπάλων.
Μνημονεύσεις όμως ενωμένοι και χωρίς κακίες, καθώς την περίοδο που διανύσαμε και θα διανύουμε, συνέβησαν πολλά και αναμένονται πολλά. Οπότε οφείλουν να πάρουν πρωτοβουλία και οι ηγετικές μας εκπροσωπήσεις, της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ» ως οργάνωση όλων των Ελλήνων και των τοπικών ηγεσιών, καθώς ασχέτως αν κατεβαίνουν ως υποψήφιοι αλβανικών κομμάτων, οι εκλέκτορες είναι ομογενείς τους, είναι μέλη της οργάνωσης της Ομόνοιας. Μνημονεύσεις που πρέπει να σεβαστούν και οι συμπατριώτες μας Αλβανοί, καθώς αποδεικνύουν ότι ποτέ δεν ήμασταν απόγονοι κολίγων. Σαν συμπέρασμα οφείλουμε να συμφιλιωθούμε με τις μνημονεύσεις, καθώς η αναθεώρηση της ιστορίας και το να μονιάσουμε, δεν κερδίζονται με το «διαίρει και βασίλευε»!
Πριν χρόνια έτυχε να βρεθώ στην Δερβιτσάνη, στην κηδεία του αείμνηστου παπά Ντάκου. Προχωρώντας για να μπω στην εκκλησία του νεκροταφείου, καθώς συνόδευα τον αείμνηστο Γ. Λαμποβητιάδη, μου ζήτησε να παρακάμψω λίγο, για να μη ποδοπατούσα τον αφανή τάφο του «Εθνομάρτυρα», οπότε έγινα και γνώστης και της ιστορίας του. Και επειδή δημοσιογραφούσα στην εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» ζήτησα από τον αείμνηστο να μου γράψει ένα άρθρο για την εφημερίδα, για το βίος του Εθνομάρτυρα. Όντας αγαναχτισμένος από την αφάνεια του τάφου και από τα δρασκελίσματα όμως, λες και μου μίλησε η ψυχή του Εθνομάρτυρα, πρόσθεσα στο άρθρο του Λαμποβητιάδη και την παρακάτω έμπνευσή μου:
Δώσε λαλιά κυρ’ Παναγιά/ και μάτια στην ψυχή μου/ να βγω από τον τάφο μου/ να πάω στην Δουβιανή μου/ να βρω φίλους και συγγενείς/ κι’ ας δουν την καταντή μου/ αφού εδώ που μ’ άφησαν/ όλοι με δρασκελούνε/ δεν ξέρουν από που κρατώ/ κι’ άμυαλο με θαρούνε!
Σχετικά με το Βίος του Εθνομάρτυρα δημοσίευσα το άρθρο του Λαμποβητιάδη, το οποίο βασίζεται σε στοιχεία από το βιβλίο του αείμνηστου Δουβιανίτη ΝΙΚΟΛΑΟΥ Κ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ «Η ΔΟΥΒΙΑΝΗ ΤΗΣ ΔΡΟΠΟΛΕΩΣ Β. ΗΠΕΙΡΟΥ», έκδοση του 1970, στην Αθήνα. Θεωρώντας το επίκαιρο για την 80χρονη επέτειο μνήμης του Εθνομάρτυρα,, το δημοσιεύω ως τη συνέχεια:
Γεννήθηκε το έτος 1894, στην Δουβιανή της Κάτω Δρόπολης. Τα πρώτα γράμματα τα πήρε στο σχολείο του χωριού με δάσκαλο τον Κωσταντίνο Ζέρρη, πατριώτης φλογερός και αγωνιστής του Β. Ηπειρωτικού αγώνα. Αμέσως μετά το Δημοτικό πήγε στον πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισε με επιτυχία την Ρομβέρτιο σχολή, επιθυμία του πατέρα του, καθώς τον προόριζε για έμπορα ή τραπεζίτη. Σε αυτή την σχολή έμαθε και ξένες γλώσσες.
Το 1913, εξαιτίας των βαλκανικών πολέμων και των γεγονότων της εποχής, όλη η οικογένεια επέστρεψε στο χωριό, με την ελπίδα ;ότι θα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει και ο Βασίλης τις σπουδές. Όμως ο βορειοηπειρωτικός αγώνας του 1914 και ο κίνδυνος της παραχώρησης της Β. Ηπείρου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, μαζί και ο κίνδυνος για να εκραγεί ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, ανάγκασαν τον Βασίλη να παραμείνει οριστικά στην πατρίδα. Στην διάρκεια του Β. Ηπειρωτικού αγώνα προσλήφθηκε ως ειδικός γραμματέας της αυτόνομης κυβέρνησης, μαζί και ως διερμηνέας του προέδρου, αείμνηστου Γ. Ζωγράφου, σε σχέση με τις ξένες αντιπροσωπίες.
Με την διάλυση της αυτονομίας, καθώς ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τις περιοχές μας, διορίστηκε δάσκαλος στο Αργυρόκαστρο, μέχρι το 1916 που εισέβαλαν οι Ιταλοί, οι οποίοι ως επικίνδυνο στοιχείο τον έπαψαν, οπότε αναγκάστηκε να ανοίξει μεταφραστικό γραφείο.
Μετά την αποχώρηση των Ιταλών και την οριστική παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στο αλβανικό κράτος, ο Βασίλης ασχολήθηκε με χρηματιστηριακές εργασίες, μάλιστα ανοίγοντας στο Αργυρόκαστρο και ιδιωτική τράπεζα, συνεργαζόμενος με την εθνική τράπεζα της Ελλάδας, με Ιταλικές, αλλά και τράπεζες άλλων χωρών. Δραστήριος και καταρτισμένος άριστα όμως, έγινε γνωστός σε όλη την Ήπειρο και την Αλβανία. Παράλληλα ως θερμός και φανατικός πατριώτης, προσηλωμένος στην ελληνική ιδέα, αναδείχτηκε και ως φυσικός ηγέτης του ελληνικού πληθυσμού για τον νομό Αργυροκάστρου, ως ένας από τους καλύτερους γνώστες της ψυχολογίας και της νοοτροπίας των Αλβανών, στην προσπάθειά τους να εξαλβανίσουν το ελληνικό στοιχείο. Έτσι που καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του αγωνίστηκε σθεναρά, ενάντια των σχεδίων αυτών.
Όταν το 1929 η αλβανική κυβέρνηση δημιούργησε το εκκλησιαστικό ζήτημα και την απόσχιση της αλβανικής ορθόδοξης εκκλησίας από το Πατριαρχείο, ο Βασίλης ήταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Γι’ αυτό συνελήφθη και φυλακίστηκε στις φυλακές των Τιράνων, μέχρι το 1930. Το 1933, όταν η κυβέρνηση του Ζώγκου επεδίωξε το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων στην Β. Ήπειρο, ο Βασίλης Σαχίνης ίδρυσε στο Αργυρόκαστρο την «Νέα Φυλική Εταιρία», η οποία διαμέσου υπομνήματος του ελληνικού πληθυσμού προς τα «Ενωμένα Έθνη», αλλά και των σχολικών απεργιών, ανάγκασε την αλβανική κυβέρνηση να αναγνωρίσει μερικά από τα δικαιώματα του ελληνισμού.
Συνελήφθη ξανά και εκτοπίστηκε στην Λέζια της βορείου Αλβανίας, μακριά από τα πατρώα εδάφη, με σκοπό την απομόνωσή του. Αλλά και από εκεί αυτός δεν παύει να αγωνίζεται. Στέλνει υπομνήματα και διαμαρτυρίες στον ίδιο τον Ζώγκου και τον υπουργό εσωτερικών, τον διαβόητο Μουσά Γιούγκα. Το 1935 κατόπιν παρέμβασης των Ε. Εθνών έληξε ο σχολικός αγώνας, υπέρ των αιτημάτων του Β. Ηπειρωτικού ελληνισμού. Η πολιτική του Β. Σαχίνη θριάμβευσε, αναγκάζοντας τον αλβανικό βραχνά να διαλυθεί. Όμως τα δεινά του Β. Ηπειρωτικού Ελληνισμού δεν είχαν τελειώσει. Τον Απρίλη του 1939 κατέλαβαν την Αλβανία οι λεγεώνες του Μουσσολίνη και ετοιμάζονταν να κατακτήσουν την Ελλάδα, πράγμα που έγινε γεγονός στις 28 του Οκτώβρη του 1940. Στην διάρκεια αυτής της περιόδου ο Βασίλης παρακολουθεί τις κινήσεις των Ιταλικών στρατευμάτων, συλλέγει πληροφορίες περί των προθέσεων και των σχεδίων τους, και παρά τον κίνδυνο που διατρέχει τις διαβιβάζει στο ελληνικό προξενείο στο Αργυρόκαστρο.
Στις 27 Οκτωβρίου του 1940, παραμονές της Ιταλικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδας, συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς και εκτοπίζεται στην Ιταλία, όπου παραμένει καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου. Αφήνεται ελεύθερος και επιστρέφει πικραμένος στο Αργυρόκαστρο, για την τροπή που πήραν τα πράγματα με την γερμανική κατοχή, αλλά και την εμφάνιση του αλβανικού ΕΑΜ ως συμμετέχων στο πλευρό των συμμάχων, το οποίο με το τέλος του πολέμου βρέθηκε στο πλευρό των νικητών, αποφεύγοντας τον διαμελισμό της Αλβανίας και την απόσχιση της Β. Ηπείρου. Ο Βασίλης αφού αντιλήφθηκε όλα αυτά τα πονηρά σχέδια, άρχισε εκστρατεία διαφώτισης του ελληνικού πληθυσμού να μην συμμετάσχει στο πλευρό του αλβανικού ΕΑΜ, γιατί η καταστροφή θα είναι ολέθρια. Παράλληλα και ως αρχηγός της ΜΑΒΗ (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου), από τον Φεβρουάριο του 1943 διακήρυττε, ότι για την σωτηρία της Β. Ηπείρου ο μόνος δρόμος είναι η συνεργασία και η ενίσχυση των δυνάμεων του στρατηγού Ζέρβα, συνεργασία που επιβάλλονταν ως ύψιστο εθνικό καθήκον. Συνεργάζεται με τις εθνικές δυνάμεις του στρατηγού Ζέρβα και μάλιστα του υποδεικνύει τον αποτελεσματικό τρόπο διεξαγωγής του αγώνα στην Β. Ήπειρο. Όλο το μοιραίο έτος του 1943 ο Βασίλης, επικεφαλής του αγώνα στο Αργυρόκαστρο, βρίσκεται υπό παρακολούθηση των δύο Αλβανικών παρατάξεων, μαζί και των δικών μας που εντάχθηκαν στο Αλβανικό ΕΑΜ, οι οποίοι συνεργαζόμενοι στενά αναμεταξύ τους επιδίδονταν με ζήλο για την εξόντωση του αγωνιζόμενου ελληνικού στοιχείου, καίγοντας σπίτια, σκοτώνοντας αθώους και αρπάζοντας τις περιουσίες τους.
Χαρακτηριστική είναι η στάση αυτού του εθνομάρτυρα, όταν στις 2 Αυγούστου του 1943 οι αλβανοί έκαψαν την ηρωική Γλύνα και σκότωσαν με τον πιο άνανδρο τρόπο τους γλυνιώτες, στην «Νύφη» της Βραχογοραντζής. Κινείται δραστήρια στο Αργυρόκαστρο, σχηματίζει επιτροπή περίθαλψης των οικογενειών των σκοτωμένων, διαμαρτύρεται στις ιταλικές αρχές για την ανοχή τους προς τους Αλβανούς και με κάθε τρόπο ενθαρρύνει τον τρομοκρατημένο πληθυσμό.
Δυστυχώς όμως η προσχεδιασμένη εξόντωσή του έμενε να γίνει γεγονός. Συλλαμβάνεται από τους κανίβαλους του αλβανικού Ε Α Μ στις 17 του Νοέμβρη, οι οποίοι αφού τον ανάκριναν όλη την νύχτα το πρωί της 18ης τον άφησαν ελεύθερο. Δεν προχώρησε όμως ούτε 50 μέτρα, όταν πλησίον του παλαιού σχολείου της πόλης, του «Ντρίτα», δέχτηκε πισώπλατα πυροβολισμούς που του έκοψαν το νήμα της ζωής του. Ευτυχώς που οι άνανδροι ακόμα κρύβονταν πίσω από τις προσωπίδες τους και δεν βγήκαν μπροστά να εμποδίσουν την σωρό του να ενταφιαστεί στην Δερβιτσάνη, γιατί με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, σε πολλούς καταδικασμένους αγωνιστές, στερήθηκαν ακόμα και οι τάφοι, εξαφανίστηκαν ακόμα και τα οστά τους!
Αιωνία η μνήμη στον Εθνομάρτυρα Βασίλη Σαχίνη.
Αυτό ήταν το άρθρο του αειμνήστου Γιώργου Λαμποβητιάδη, ο οποίος ως γέννημα επίσης της Δούβιανης, θρήνησε τον έγκλειστο γονέα του στις φυλακές Αργυροκάστρου Γρηγόρη Λαμποβητιάδη, αργότερα και την μητέρα του Μαρία, στις φυλακές του Δελβίνου.
Τηλέμαχος Λαχανάς
sfeva.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου