Στις 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 τα ιταλικά στρατεύματα εξαπέλυσαν την επίθεσή τους εναντίον της Ελλάδας. Η ιταλική πλευρά έθεσε σε εφαρμογή τις αποφάσεις του πολεμικού συμβουλίου που είχε διεξαχθεί στο Palazzo Venezia, στις 15 Οκτωβρίου. Οι ιταλικές προκλήσεις, άλλωστε, είχαν αυξηθεί δραματικά μέσα στο καλοκαίρι του 1940, έπειτα από την ήττα της Γαλλίας, κάνοντας εμφανείς τις προθέσεις της γειτονικής χώρας, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του καταδρομικού «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Η Αλβανία είχε ιδρυθεί τον Νοέμβριο του 1912 με τη συνδρομή της Ιταλίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας και λίγους μήνες αργότερα, στις 29 Ιουλίου 1913, αναγνωρίστηκε ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη των Μεγάλων Δυνάμεων στο Λονδίνο. Παρότι ο ελληνικός στρατός είχε απελευθερώσει μεγάλο μέρος της Βορείου Ηπείρου, περιοχής με 120.000 ελληνικό πληθυσμό, με πλούσιο εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό βίο, οι Μεγάλες Δυνάμεις επιδίκασαν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17 Δεκεμβρίου 1913) τις πόλεις Δελβίνο, Χιμάρα, Άγιοι Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή, Αργυρόκαστρο και Κορυτσά στη νεοσύστατη Αλβανία. Σε αντιδιαστολή για τις απώλειες στη Βόρειο Ήπειρο, με διακοίνωσή τους στις 13 Φεβρουαρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις ενημέρωσαν πως η Ελλάδα θα αποκτούσε την κυριαρχία των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, πλην της Ίμβρου και της Τενέδου (και του Καστελόριζου). Στα κείμενα των Μεγάλων Δυνάμεων δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για την προστασία της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας.
Η Αλβανία έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών τον Δεκέμβριο του 1920. Η ένταξη της χώρας στους κόλπους του διεθνούς οργανισμού συνεπαγόταν την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου πλαισίου δεσμεύσεων, οι οποίες αφορούσαν την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων που διαβιούσαν στα εδάφη της. Στη 14η Σύνοδο του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, στις 2 Οκτωβρίου 1921, η Αλβανία αναγνώρισε επίσημα διά στόματος του Αλβανού αντιπροσώπου Φαν Νόλι τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου ως εθνική και γλωσσική μειονότητα. Λίγους μήνες αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου 1922, το αλβανικό Κοινοβούλιο επικύρωσε την απόφαση του Οκτωβρίου 1921.
Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1920 η Αλβανία βρισκόταν υπό την άμεση επιρροή της Ιταλίας, ενώ από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας μετατράπηκε σε προτεκτοράτο της. Τον Απρίλιο του 1939, η Αλβανία καταλήφθηκε από τον ιταλικό στρατό. Μολονότι η κατάληψή της «καθιστούσε απλώς φανερή την προϋπάρχουσα σχέση υποτέλειας, την οποία μετέβαλε σε σχέση άμεσης εξάρτησης», όπως έγραψε στα Απομνημονεύματά του ο Emanuele Grazzi, ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα από τον Μάιο του 1939 έως την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, προκάλεσε έντονη ανησυχία στην Ελλάδα για τις μελλοντικές προθέσεις της Ιταλίας στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Οι φοβίες της ελληνικής πλευράς για επέκταση των ιταλικών βλέψεων και προς το νότιο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου επιβεβαιώθηκαν τον Οκτώβριο του 1940.
Τα ιταλικά στρατεύματα στην Πίνδο και στην Ήπειρο συνάντησαν την ισχυρή αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες με απαράμιλλο ηρωισμό απέκρουαν τις επιθέσεις των εισβολέων. Οι ιταλικές μεραρχίες δυσκολεύονταν να κινηθούν στα λασπωμένα μονοπάτια των ελληνικών βουνών, ενώ και ο καιρός δεν βοηθούσε στην υποστήριξή τους από αέρος. Σύντομα, στις αρχές Νοεμβρίου ξεκίνησε η μεγάλη ελληνική αντεπίθεση. Στις 14 Νοεμβρίου, το Γ΄ Σώμα Στρατού εξαπέλυσε επίθεση εναντίον των ιταλικών θέσεων στην Πίνδο. Έπειτα από σκληρούς αγώνες, οι μονάδες του Σώματος διείσδυσαν σε βάθος 25 χιλιομέτρων και κατόρθωσαν, στις 21 του μήνα, να καταλάβουν τους ορεινούς όγκους Μόροβα και Ιβάν, οι οποίοι βρίσκονται γύρω από την Κορυτσά. Οι Ιταλοί υποχώρησαν εκκενώνοντας την πόλη. Στις 22 Νοεμβρίου 1940 ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε για ακόμη μία φορά (η πρώτη ήταν στις 19 Δεκεμβρίου 1912) την Κορυτσά. Επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη νίκη των ελληνικών δυνάμεων κατά την αντεπίθεση που πραγματοποιούσαν. Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν και άλλες πόλεις και χωρίς, όπου διαβιούσαν οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες.
Η «Καθημερινή» έκανε λόγο για «θρίαμβο των ελληνικών όπλων» στο φύλλο της 23ης Νοεμβρίου 1940. Στο κύριο άρθρο της εφημερίδας, ο Γεώργιος Α. Βλάχος επαίνεσε τον ηρωισμό των Ελλήνων, οι οποίοι αμύνονταν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους. Επιπλέον, δήλωσε πως αρχική πρόθεση της Ελλάδας ήταν να μην εμπλακεί στον μεγάλο πόλεμου που είχε ξεσπάσει στην Ευρώπη, αλλά αναγκάστηκε να το πράξει έπειτα από τις προσβολές, τις προκλήσεις και την κήρυξη πολέμου της 28ης Οκτωβρίου εκ μέρους της Ιταλίας.
Η εφημερίδα παρέθεσε και αναλυτική περιγραφή της κατάληψης της πόλης από τις ελληνικές δυνάμεις. «Η κατάληψις της Κορυτσάς ήτο καρπός ενός επιμόνου αγώνος εις τον οποίον απεδύθησαν τα ένδοξα στρατεύματα εν συνεργασία μετά της αεροπορίας. Από της προχθεσινής πρωϊας ήδη, μετά την συμπλήρωσιν της καταλήψεως της οροσειράς της Μάροβα, τα ελληνικά στρατεύματα είχον ήδη εξασφαλίσει την κατοχήν της πόλεως, δεν απέμενε δε παρά ο καθορισμός του χρόνου της πραγματοποιήσεώς της», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης
kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου