Κατὰ τὸ ἔτος 1430 τὰ Ἰωάννινα καταλαμβάνονται ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Σινᾶν Πασᾶ, ὁ ὁποῖος τὴν 9η Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, δεσμεύτηκε ἐγγράφως γιὰ τὸ σεβασμὸ πολλῶν προνομίων τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ τῶν κατοίκων τῆς πόλεως. Ὡστόσο ἤδη ἀπὸ ἐκείνη τὴν περίοδο ἡ ἀντίσταση κατὰ τῶν κατακτητῶν δὲν ἔλειψε, μὲ τὸν ἀγωνιστὴ Λάμπρο Πάλλη ἀπὸ γνωστὴ οἰκογένεια τῆς Παραμυθιᾶς νὰ ξεχωρίζει .
Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ὀθωμανικῆς ὑποδούλωσης στὴν Ἤπειρο
συναντᾶμε ἐκλεκτοὺς ἀγωνιστὲς καὶ ἐξεγέρσεις κατὰ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖες σὲ κάποιες περιπτώσεις – ὅπως ἐκείνη τῆς Χιμάρας ποὺ καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1518 – ἀποδίδουν στοὺς Ἠπειρῶτες ἀρκετὰ προνόμια. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ἡ ἐπανάσταση τῶν Χιμαριωτῶν τοῦ 1684.Μία ἐπίσης ἐξέχουσα προεπαναστατικὴ προσωπικότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀργυροκάστρου, εἶναι ἐκείνη τοῦ ἐπισκόπου Δρυϊνουπόλεως καὶ Ἀργυροκάστρου Σοφιανοῦ, ὁ ὁποῖος παραιτούμενος ἀπὸ τὸ ἐπισκοπικό του ἀξίωμα, ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἀθανασίου Πολύτσανης καὶ συνετέλεσε στὴν ἀναχαίτιση τοῦ ἐξισλαμισμοῦ τῆς Ρίζης καὶ τῆς Ζαγορᾶς.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν περιοχὴ τοῦ Δελβίνου, κατὰ τὰ ἔτη 1730–40 ὁ Παπα- Γιάννης Θέμελης, πατέρας τοῦ μοναχοῦ Σαμουὴλ τοῦ Κουγκίου, ἀπὸ τὸ χωριὸ Μαχαλὰ τοῦ Δελβίνου, ἐπειδὴ ἀλλαξοπίστησαν συγχωριανοί του, ἔκαψε τὸ χωριό, μαζὶ μὲ ἀρκετοὺς ἀπὸ τοὺς ἀλλαξοπιστήσαντες, καθὼς καὶ τὸ μιναρὲ στὸ τζαμὶ τοῦ χωριοῦ, γιὰ νὰ τοὺς ἐκφοβίσει.
Μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως, στὶς 13 Μαρτίου τοῦ 1822, σὲ διακήρυξη τοῦ προέδρου τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Σώματος Α. Μαυροκορδάτου, τίθενται τὰ ὅρια τῶν ἑλληνικῶν διεκδικήσεων στὸν ἀγώνα ποὺ ἤδη διεξαγόταν. Ὅταν λοιπὸν κηρύχθηκε ὁ ναυτικὸς ἀποκλεισμὸς ὅλων τῶν παραλίων ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτες, τὰ ὅρια του ἔφθασαν βόρεια στὸ Ἰόνιο, ὡς τὸν Ἀῶο καὶ τὸ Δυρράχιο. Παράλληλα σὲ ἐπιστολὴ τῆς Γερουσίας Δυτικῆς Ἑλλάδος πρὸς τοὺς προκρίτους τῆς Χιμάρας στὶς 26 Ἀπριλίου 1822, τονίζονται μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: «Ημεῖς σᾶς λέγομεν ὅτι ἡ Διοίκησις φροντίζει διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν ἐλευθερωμένων μερῶν, ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερον εἰς τὸ νὰ ἐλευθερώση ὅσα μέρη στενάζουσιν ὑπὸ κάτω εἰς τὸν βάρβαρον ζυγὸν τῶν τυράννων». Στὴ συνέχεια δικαιολογεῖται γιὰ τὴ μὴ ἀποστολὴ πλοίων στὴ Χιμάρα, λόγω τῆς ἐξόδου τοῦ τουρκικοῦ στόλου ἀπὸ τὰ Δαρδανέλια καὶ τῆς καταστροφῆς τῆς Χίου, στὶς 30 Μαρτίου τοῦ 1822. Ἀργότερα καὶ ὁ Καποδίστριας στὸ ὑπόμνημά του, στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1827, πρὸς τὶς Μεγάλες Δυνάμεις καθορίζει ὡς βόρεια γραμμὴ τῶν συνόρων τὸν Ἀῶο ποταμὸ («Ἡ φυσικωτάτη φορᾶ τῆς ὁροθετικῆς αὐτῆς γραμμῆς, εἶναι ἡ τοῦ ποταμοῦ τῆς Βογκούσης (Ἀώου) ἀκολουθία»).
ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΙΤΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ὅπως ἀναφέρει ἐπιστολὴ τοῦ Αθ. Ψαλίδα, εἶχε στρέψει ἀπὸ νωρὶς τὴν προσοχή της στὴν Ἤπειρο καὶ ἰδιαιτέρως στὰ Γιάννινα ἀπὸ τὰ ὁποία ἀνέμεναν πολλά. Ὑπῆρχε σχέδιο «νὰ σηκώσουν τὰ ἅρματα ὅλη ἡ δυτικὴ πλευρὰ τῆς Ἠπείρου, οἱ ὀνομαζόμενοι Παρακαλαμίτες, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τοὺς Σουλιῶτες, χωριὰ τῆς Κόνιτσας καὶ νὰ φθάσουν ἕως τὸ Ἀργυροκάστρο, ἀφοῦ ἑνωθοῦν μὲ ἐκεῖνο τῆς Παλιᾶς Πωγωνιανῆς καὶ νὰ σύρουν στὸ μέρος τους, τοὺς ἐκεῖ χαύνους Ἀρβανίτες». Φιλικοὶ μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἤπειρο καταγράφονται οἱ: Μιχαὴλ Λαζάρου Στέλιος, Ἐλευθεριάδης Βενιαμὶν ἀπὸ τὴν Σέλτση, Γούλας καὶ Κανούσης ἀπὸ τὸ Λεσκοβίκι κ.α.
Οἱ ἀγωνιστὲς ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἀργυροκάστρου ἦταν:
1. Ἀθανασίου Γεώργιος, συμπολεμιστὴς τοῦ Μ. Μπότσαρη, ἀπεβίωσε τὸ 1865.
2. Ἀθανασίου Δημήτριος, Ἀργυροκαστρίτης, ἔγκριτος πολίτης τῶν Ἰωαννίνων, ἀφοῦ φυγάδευσε τὸν υἱό του γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀλὴ πασά, ἐξορίσθηκε καὶ μετέβη στὴν Ἑλλάδα τὸ 1822.
3. Βάγιας Θανάσης ἀπὸ τὴ Λέκλη τοῦ Ἀργυροκάστρου (1765 – 1834), ὠφέλησε τὸν ἀγώνα τοῦ 1821, διότι ἦταν ἔμπιστος ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς τοῦ Ἀλῆ πασᾶ καὶ διέπρεψε στρατιωτικὰ μὲ τοὺς ἐπίσης ἀγωνιστές, τὸν Μπουκουβάλα, τὸν Καραΐσκο, τὸν Στράτο, τὸν Ἴσκο, τὸ Γριβόπουλο, τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, τὸν Ἀθανάσιο Διάκο.
4. Γκέκας Ἀθανάσιος, Ἀργυροκαστρίτης ἰατρὸς – χειρουργὸς ἐγκατεστημένος στὴ Δωρίδα ἔλαβε μέρος σὲ πολλὲς μάχες καὶ τραυματίσθηκε τὸ 1827.
5. Γκίκας Χρίστος ἢ Χριστόπουλος ἢ Τόλιας, Ἀργυροκαστρίτης, ἀγωνίσθηκε μὲ τὸν Ἀνδροῦτσο, τὸν Γκούρα καὶ τὸν Κριψώτη.
6. Ζάππας Εὐάγγελος, ὁ μετέπειτα Ἐθνικὸς Εὐεργέτης, (1800–1865) γεννήθηκε στὸ Λάμποβο τοῦ Ἀργυροκάστρου, ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα. Μικρὸς πῆγε ὡς καλὸς σκοπευτὴς στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Τὸ 1820, πηγαίνει στοὺς Σουλιῶτες καὶ γίνεται τὸ «δεξὶ χέρι» τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν πῆρε στὸ Μεσολόγγι. Μὲ τὸν καπετὰν Ζέρβα πῆγε στὴν ἐκστρατεία τῆς Σπλάντζας κοντὰ στὴν Πάργα καὶ μετέβη στὸ Σούλι γιὰ νὰ εἰδοποιήσει τοὺς Σουλιῶτες. Σὲ ἀντίποινα γιὰ τὴ δράση του, οἱ Τοῦρκοι φυλάκισαν τὴ μάνα του. Ὡς τὸ τέλος τοῦ Ἀγώνα, προβιβάστηκε σὲ ταξίαρχο. Ἔπειτα, κατὰ τὸ 1832, πῆγε στὴ Ρουμανία, ὅπου ἀπὸ πολεμιστὴς ἔγινε ἀγρότης καὶ ἐν τέλει πλούσιος καὶ εὐεργέτης.
7. Ἰωάννου Γεώργιος, Ἀργυροκαστρίτης καπετάνιος τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, μπουλουκτσῆς τοῦ Ἀνδρούτσου καὶ συναγωνιστὴς τῶν Καραϊσκάκη καὶ Τζαβέλλα.
8. Κυριακούλης Πολυχρόνης ἢ Πολυζώης Ἀργυροκαστρίτης. Γεννήθηκε κατὰ τὸ 1800. Στὰ 1821 ἐργαζόταν στὴ Σμύρνη, ἀπὸ ὅπου μετέβη στὴν Πάρο καὶ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς ἐπαναστάσεως. Ἔλαβε μέρος σὲ πολλὲς μάχες, στὰ 1823 μεταβαίνει στὴν Κρήτη καὶ ἀναγνωρίζεται καπετάνιος ἀπὸ τὸν Τομπάζη. Στὰ 1824 γίνεται χιλίαρχος στὸ Ναύπλιο, πολεμᾶ τὸν Ἰμπραὴμ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη, ξαναπηγαίνει στὴν Κρήτη ὑπὸ τὸν Χατζημιχάλη ὅπου τὸ 1828 «πέφτει» μὲ ἡρωικὸ τρόπο.
9. Ἀναστάσιος ὁ Ἀργυροκαστρίτης, χιλίαρχος, ἐκστράτευσε μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη στὴ Βλαχία, στὸ Δραγατσάνι καὶ πέθανε στὴ Ρωσία.
10. Ἀναστάσιος, ἄλλος ὁπλαρχηγὸς μπουλουκτσής, Ἀργυροκαστρίτης ὑπὸ τὸν Δημ. Μακρή, ἔλαβε μέρος σὲ μάχες στὴν Αἰτωλοακαρνανία καὶ ὑπὸ τὸν Τζαβέλλα στὶς τρεῖς πολιορκίες τοῦ Μεσολογγίου, ὅπου καὶ πληγώθηκε τρεῖς φορές. Στὰ 1826 – 27 πολέμησε καὶ ὑπὸ τὸν Καραϊσκάκη. Ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν στὴ Μεσάριστα τῆς Μακρυνείας τοῦ Μεσολογγίου
11. Νικόλαος, Ἀργυροκαστρίτης, ἐγκατεστημένος στὴ Δαυλίδα, κατὰ τὸ 1822 ὑπηρέτησε ὑπὸ τὸν Κίτσιο Τζαβέλλα, ὕστερα ὑπὸ τὸ Φωτομάρα μέχρι τὸ 1827 καὶ τὸ 1830 ἦταν ἀξιωματικός.
12. Σωτήριος, ὁπλαρχηγὸς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας, τὸ 1824 βρίσκονταν στὴν Ὕδρα πρὸς ἀπόκρουση τοῦ τουρκικοῦ στόλου.
13. Θωμὰς ὁ Ἀργυροκαστρίτης, ἐγκατεστημένος στὴ Θήβα, ὁ ὁποῖος καὶ διέπρεψε στὴ μάχη τῆς Ἀκροπόλεως ὅπου καὶ πληγώθηκε ἀγωνιζόμενος πλάι στοὺς Γκούρα, Πανουργιὰ καὶ Τζαβέλλα, ὡς ἀξιωματικός.
14. Σταῦρος ὁ ὁπλαρχηγὸς τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του ἀποτελοῦσε μέρος τῆς φρουρᾶς τῆς Ὕδρας τὸν Αὔγουστο τοῦ 1824, ὑπὸ τὸ φόβο τῆς ἐπιδρομῆς τοῦ Τουρκικοῦ στόλου.
Ὁ λόγιος καθηγητὴς κ. Ἄγγελος Ν. Παπακώστας, στὴν ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν «Ἠπειρωτικὸν Μέλλον» τῆς 13–12 –1950, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνωτέρω ἀγωνιστὲς ἀναφέρει καὶ τοὺς κάτωθι:
1. Βασίλειος ὁ Ἀργυροκαστρίτης
2. Ἀθανάσιος Βασιλείου
3. Ἰωάννης Βασιλείου
4. Γκέκας Ἰωάννης
5. Γκέκας Νικήτας
6. Γκέκας Χρίστος
7. Κατσαντώνης Ἀντώνιος
8. Μάκος Κώστας
9. Πάνος Γιαννάκης
10. Σάββας Ἀντώνιος
11. Χάιτος Δημήτριος
12. Κοναύλης Νικόλαος
13. Κρίνας Παναγιώτης
14. Κώστας Μῆτρος
Ἰδιαίτερη μνεία ὡστόσο ἀξίζει νὰ γίνει σὲ 2 πρόσωπα μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὸ Ἀργυροκάστρο. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Χατζημιχάλης Νταλιάνης (1775 – 1828), ἔμπορος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ Φιλικός, μὲ τὸ Ἀργυροκάστρο, τοὺς Βουλιαράτες, τὴν Πρεμετὴ ἀλλὰ καὶ τὸ Δελβινάκι νὰ ἐρίζουν γιὰ τὴν καταγωγή του. Μὲ δαπάνη του προμηθεύθηκε ὁλόκληρο φορτίο μὲ ὄπλα καὶ πολεμοφόδια, συγκρότησε σῶμα ἱππικὸ καὶ ἔλαβε μέρος στοὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν Αἰγυπτίων στὰ 1825. Κατὰ τὸ 1826, μὲ προτροπὴ τοῦ Κωλέττη, μαζὶ μὲ ὀκτακόσιους ἄνδρες, μεταβαίνει στὴ Συρία γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὸν Ἐμίρη τοῦ Λιβάνου κατὰ τοῦ Σουλτάνου. Μετὰ τὴν ἀποτυχία αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα, λαμβάνοντας μέρος στὶς ἐπιχειρήσεις τοῦ Καραϊσκάκη στὴν Δόμβραινα καὶ στὴν Ἀττική. Ὁ Χατζημιχάλης Νταλιάνης κατὰ τὸ 1827 διορίσθηκε ἀρχηγὸς ὅλου τοῦ ἄτακτου Ἑλληνικοῦ Ἱππικοῦ. Τὸ 1828 ἐκστράτευσε στὴν Κρήτη ὅπου καὶ πολέμησε ἡρωικά. Ἐπέλεξε ὡς βάση του τὸ ἐρημωμένο φρούριο στὸ Φραγκοκάστελο καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀντιμετώπισε ὑπέρτερες δυνάμεις ὑπὸ τὸν Μουσταφὰ Πασά, δὲν ὑποχώρησε οὔτε δέχθηκε τὶς προτάσεις παράδοσης καὶ ἀποχώρησης ἀπὸ τὴν Κρήτη, ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Πασὰς ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν παλικαριά του. Κατὰ τὴν τελικὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων, οἱ πολεμιστὲς του εἶχαν δεθεῖ μεταξύ τους μὲ τὰ ζωνάρια τους, ἀποφασισμένοι νὰ πολεμήσουν μέχρι τέλους καὶ νὰ μὴν προσπαθήσει κανεὶς νὰ ξεφύγει. Οἱ Τοῦρκοι ἔκοψαν τὸ κεφάλι του μετὰ τὸ θάνατό του ἀλλὰ ἡ θυσία τῶν 385 Ἠπειρωτῶν τοὺς κόστισε ἀκριβὰ καθὼς οἱ ἀπώλειές τους ἀνῆλθαν σὲ 2730 νεκρούς (τούς 800 κατὰ τὴ σύγκρουση μὲ τὸν Χατζημιχάλη καὶ τοὺς ὑπόλοιπους κατὰ τὴν καταδίωξή τους ἀπὸ τοὺς Σφακιανοὺς ποὺ προσπάθησαν νὰ ἐκδικηθοῦν τὸ θάνατό του).
Ἡ ἀπήχηση τῆς θυσίας του ὑπῆρξε τόσο μεγάλη ποὺ ἀργότερα ὁ Ὄθων προσκάλεσε τὴν κόρη τοῦ Δέσπω ποὺ ἔμενε στὸ Δελβινάκι κοντὰ στὴ Δελβινακιώτισσα μητέρα της καὶ ἡ ὁποία μέσω τῶν Ἁγίων Σαράντα, πῆγε στὸ Ναύπλιο. Ἐκεῖ ὁ βασιλιὰς Ὄθων τὴν προίκισε μὲ ἐθνικὲς γαῖες καὶ τὴν πάντρεψε μὲ τὸν ἀρχιτρίκλινό του Χρίστο Ἀνδρέου. Μὲ τὸν Χατζημιχάλη Νταλιάνη συνδέεται καὶ ὁ θρύλος τῶν «Δροσουλιτῶν» σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο κάθε χρόνο ἀπὸ τὰ μέσα Μαΐου ὡς τὰ μέσα Ἰουνίου, στὸ Φραγκοκάστελο, κατὰ τὴν πρωϊνὴ ἀχλὺ λίγο πρὶν τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, ἐμφανίζονται στὸ κάστρο ἑκατοντάδες μορφὲς πολεμιστῶν, πεζῶν καὶ ἱππέων, μὲ τὴν λαϊκὴ παράδοση νὰ ἀποδίδει τὸ γεγονὸς στὶς ψυχὲς τῶν 385 Ἠπειρωτῶν πολεμιστῶν τοῦ Χατζημιχάλη ποὺ ἔπεσαν ἐκεῖ ἠρωϊκᾶ τὸν Μάϊο τοῦ 1828, γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Κρήτης. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παρακάτω δίστιχό του Γεωργίου Ζαλοκώστα ποὺ ἔχει ὑπ’ ὄψιν του τὸ φαινόμενο ἀπὸ τὸ 1870.
« Ἡ δὲ σκιά σου κλεινὲ Μιχάλη, περιπλανᾶται εἰς χώματα σεπτά, Σεπτὰ πλὴν δούλα, ὅπου ἀνεμοζάλη, σοῦ διασπείρη τ’ ἀταφά σου ὀστᾶ!»Ὁ δεύτερος εἶναι ἕνας κληρικός, ὁ Γρηγόριος Ἀργυροκαστρίτης, ἐπίσκοπος Εὐρίπου Εὐβοίας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε γιὰ τὴν Εὔβοια, ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανὸς γιὰ τὴν Κύπρο καὶ ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς γιὰ τὴν Ἀχαία! Ἔχοντας ἐνταχθεῖ ἀπὸ νωρὶς στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία ὑποκίνησε τὴν ἐπανάσταση τῆς Εὐβοίας, ὅπου διέπρεψαν οἱ Ἠπειρῶτες Κώτσιος Χασάπης, ὁ Ζαγορίσιος Ν. Τομαρᾶς, ὁ Σταῦρος Βασιλείου μὲ τὸν ἀδερφὸ του Κώστα καὶ ὁ Λιάκος ποὺ ἔπεσε στὰ Βρυσάκια τὸ 1823. Ὁ Γρηγόριος ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκλεγεῖ ἐπίσκοπος ἐπὶ πρώτης πατριαρχείας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε΄, ὑπῆρξε ὁ πνευματικὸς ἀρχηγὸς τοῦ ἀγώνα στὴν Εὔβοια, ὁ ποιμενάρχης ἀλλὰ καὶ ὁ διπλωμάτης ποὺ συμπεριφερόταν μὲ μαεστρία πρὸς τοὺς μαινόμενους Τούρκους τῆς Χαλκίδας, γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο ἡ στάση του προκάλεσε τὶς ὑποψίες τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φυλακισθεῖ στὴ Χαλκίδα καὶ νὰ ὑποστεῖ δεινὰ βασανιστήρια σιδηροδέσμιος μὲ βαριὲς σιδερένιες ἁλυσίδες στὰ πόδια, στὰ χέρια καὶ στὸ λαιμὸ γιὰ περίπου 2 χρόνια. Τὸ 1823 δραπέτευσε καὶ μετέβη στὴν Κέρκυρα, ὅπου ἔμεινε ὡς τὸ 1827 καὶ ἀνέλαβε τὴν πρωτοβουλία γιὰ μία δίγλωσση μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης στὴν καθομιλουμένη ἑλληνικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν ἀλβανική. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1827 διορίστηκε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν ἀλλὰ τελικὰ ἀπεβίωσε ἀπὸ τὶς κακουχίες τὸ 1828.
Ὁ Ναθαναὴλ Ἰωάννου ἀναφέρει πὼς ὁ Γρηγόριος κάλεσε στὴν Εὔβοια τοὺς γενναίους συμπολίτες του Ἀργυροκαστρίτες, Δροπολίτες, Λιουντζιῶτες καὶ Χορμοβίτες, τῶν ὁποίων ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴν ἀνδρεία, τὴν πολεμικὴ ἐμπειρία καὶ τὴν ἀρετή. Κατέφθασαν στὴν Εὔβοια τὰ καλύτερα παλικάρια τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὁ Λιάκος ἀπὸ τὸ Ἀργυροκάστρο, ὁ τολμηρὸς καὶ ἄφοβος Ἀργυροκαστρίτης καπετὰν Εὐαγγεληνός, ὁ Θωμὰς Μπίσαρης (ἴσως τὸ πραγματικό του ὄνομα Μπασιάρης), ὁ Νταλαμάγκας ἀπὸ τὸ Χόρμοβο, ὁ καπετὰν Γιώτης ἀπὸ τὴ Χιμάρα καὶ πολλοὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν στὶς μάχες τῆς Εὔβοιας.
Ἐκτὸς τῶν Ἀργυροκαστριτῶν, στὴ χορεία τῶν Βορειοηπειρωτῶν τοῦ 1821, ἔρχονται νὰ προστεθοῦν καὶ οἱ Χορμοβίτες, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Σουλιώτης ἱστοριογράφος Λάμπρος Κουτσονίκας ἀναφέρει ἐπιγραμματικῶς τὰ κάτωθι:
«εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν συνετέλεσαν οὐκ ὀλίγον οἱ Χορμοβίται. Τὸ τμῆμα τῆς Ρίζης εἶναι ἐπίσημον διὰ τοὺς μαχίμους αὐτῆς ἄνδρας, συντελέσαντας οὐκ ὀλίγον εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδας». Θρυλικὸς ἀγωνιστὴς ὑπῆρξε ὁ Κώστας Λαγουμιτζὴς ἢ Νταλαρόπουλος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὸ 1781 πολέμησε σὲ πολλὲς μάχες στὸ Μεσολόγγι, ὅπου καὶ βοήθησε τὴν ἀπόκρουση τῶν πολιορκιῶν, διὰ τοῦ ἀνοίγματος ὑπονόμων. Ὁ Γιάννης Μακρυγιάννης, συναγωνιστὴς τοῦ Λαγουμιτζῆ, ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:
«…ὅταν κολλήσαμεν εἰς τὸ κάστρον, βαστούσαμεν καὶ τὸν μαχαλᾶν τῆς Πλάκας ὡς τὴν Ἀρβανίτικη πόρτα. Ἀπὸ κάτου τὸ κάστρο εἰς τὰ σπίτια ἦταν μία ἐκκλησία καὶ τῆς ἔδεσε λαγούμι ὁ ἀθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναῖος καὶ τίμιος πατριώτης – καὶ μὲ τὴν τέχνη του καὶ μὲ τὸ ντουφέκι του ὡς λιοντάρι πολέμαγε διὰ τὴν πατρίδα. Καὶ δουλεύαμεν μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἀγαθοὺς Ἀθηναίους καὶ φκιάναμεν τὰ λαγούμια καὶ ἤμαστε ὅλοι πάντα ἀγαπημένοι. Εἰς τὸ Μισολόγγι καὶ παντοῦ αὐτὸς ὁ γενναῖος ἄντρας θάματα ἔχει κάμει. Πατρίδα, τοῦ χρωστᾶς πολὺ αὐτουνοῦ τοῦ ἀγωνιστῆ. Θησαυροὺς τοῦ δίνει ὁ Κιταγκὴς (Κιουταχὴς) νὰ γυρίση, διὰ σένα πατρίδα, ὅλα τὰ καταφρονεῖ». Ὁ Κιουταχὴ πασὰς θαυμάζοντας τὴ δουλειὰ τοῦ Χορμοβίτη ἔλεγε: Ἂν εἶχα δικό μου αὐτὸν τὸν Λαγουμιτζὴ θὰ τοῦ ἔδινα τὸ βάρος του σὲ χρυσό! Ἔγινε ἰδιαίτερα γνωστὸς γιὰ τὶς ἐπιτυχίες ποὺ σημείωσε ἡ πολυμήχανη φύση του κατὰ τὴν τρίτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου -εἶχε φτάσει στὴν πολιορκημένη πολιτεία τὸν Αὔγουστο τοῦ 1825- καὶ κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν (1826). Στὸν ἴδιο ὀφείλεται καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἱεροῦ βράχου τῆς Ἀκρόπολης, καθὼς ἀπέτρεψε τὴν ἀνατίναξη τῶν ἀρχαίων μνημείων ποὺ σχεδίαζαν οἱ πολιορκητὲς Τοῦρκοι μὲ σκοπὸ νὰ ἐξοντώσουν τοὺς ἀμυνόμενους. Ὁ Κωνσταντῖνος Λαγουμιτζὴς ἔλαβε μέρος καὶ στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1843 μαζὶ μὲ τὸν Μακρυγιάννη. Ἡ δράση του ἀναγνωρίστηκε καὶ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ διοίκηση. Τὸ 1837 τιμήθηκε µἐ τὸ παράσημο τοῦ Ταξιάρχη τοῦ Σωτήρα καὶ δύο χρόνια ἀργότερα προήχθη σὲ Ἀντισυνταγματάρχη. Πέθανε πλήρης ἡμερῶν, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1851 καὶ ἡ κηδεία του ἔγινε δημοσία δαπάνη
Ἀπὸ τὸ Χόρμοβο ἀγωνίστηκαν ἐπίσης καὶ οἱ:
1. Ἀναστάσιος Κώστα Μπίντος, ἀνιψιὸς τοῦ Κώστα Μάκα, πολέμησε τὸ 1822 στὴν Πλάκα καὶ τραυματίσθηκε στὰ Πέντε πηγάδια.
2. Θωμὰς Βάγγος μαζὶ μὲ τὰ ἀδέρφια του Νίκο καὶ Πούλιο. Ὁ Θωμὰς πληγώθηκε, ὁ Πούλιος σκοτώθηκε τὸ 1821 στὰ Ἀμπελάκια τοῦ Πειραιᾶ.
3. Γκιόκας Βασίλειος, «ἔπεσε» στὴ Γραβιά.
4. Βέλκος Δημητρίου, ὁ ὁποῖος ἀγωνίσθηκε στὴ Μολδοβλαχία, ἔφερε στὴν Ἑλλάδα πολεμοφόδια καὶ ὄπλα ἀπὸ τὴν Οὐγγαρία, πολέμησε τὸν Ἰμπραὴμ καὶ τὸν Κιουταχὴ καὶ τραυματίσθηκε στὴν Κάρυστο.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν περιοχὴ τῆς Δρυϊνουπόλεως ἢ καὶ Δεροπόλεως Ἀργυροκάστρου, ἀπέστειλε ἑκατοντάδες μαχητές, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ἔχουν λησμονηθεῖ.
Στὶς μάχες ποὺ ἔλαβαν χώρα στὴν Εὔβοια διακρίθηκε ὁ Σταῦρος Βασιλείου ἀπὸ τὸ χωριὸ Σελλειὸ τῆς Δροπόλεως, γνωστὸς μὲ τὸ ψευδώνυμο «Καπετὰν Χαλάστρας». Εὐθὺς ἀμέσως καὶ ἀφότου κηρύχθηκε ἡ Ἐπανάσταση, μὲ ἄλλους ἀγωνιστὲς καὶ τὸν ἀδελφό του Κώστα, κατέβηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα, φέροντας μαζί τους ἱκανὰ χρήματα, ἀναγνωρίσθηκε ὡς καπετάνιος στὴν Εὔβοια, ὅπου καὶ διακρίθηκε σὲ πολλὲς μάχες, κυρίως στὴ μάχη τῶν Ἀνδριλιῶν, ὅπου καὶ ἀγωνίσθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους συντοπίτες του Βορειοηπειρῶτες. Στὴ μάχη αὐτὴ σκοτώθηκε ὁ ἀδελφός του Κώστας ἀλλὰ καὶ ὁ γενναῖος Ἀργυροκαστρίτης Λιάκος. Μετὰ τὴν ἐμπλοκή του στὶς ἐμφύλιες συγκρούσεις ἔπεσε σὲ δυσμένεια, ὡστόσο δικαιώθηκε τὸ 1846 καὶ τοῦ ἀποδόθηκε ὁ βαθμὸς τοῦ ταγματάρχη.
Ὁ θάνατος τοῦ Κώστα , ὅπως καὶ τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Εὐβοέων Ἀγγελῆ, περιγράφεται καὶ στὸ παρακάτω δημοτικὸ ἄσμα :
«Μὴν εἴδετε τὰ δύο πουλιά, τοὺς δυὸ καπεταναίους, ΄π ἀρχίσανε τὸν πόλεμο στοὺς Τούρκους Χαλκιδαίους; Τὸν Κώτσιο καὶ τὸν Ἀγγελὴ τὰ δύο λεοντάρια; - Ἐχτὲς προχτὲς τοὺς εἴδαμε μὲ λίγα παλληκάρια. Εἰς τῆς Καστέλλας ρίχτηκαν τὸν κάμπο σὰν θηρία, σὰν Ἕλληνες πολέμαγαν τοὺς Τούρκους μὲ μανία. Βαστοῦν στὰ δόντια τὸ σπαθί, στὸ χέρι τὸ ντουφέκι, καὶ θραυαλεύουν τὸν ἐχτρό, δώνουν ἀστροπελέκι. Τρεῖς περδικοῦλες κάθουνταν στὰ Δυὸ βουνὰ στὴ ράχη. Ἡ μία τηράει τὴν Ἔγριπο κι ἡ ἄλλη τὸ Βρυσάκι, κι ἡ τρίτη ἡ καλύτερη, μοιρολογάει καὶ λέει, μᾶς λάβωσαν τὸν Ἀγγελὴ κι ὁ Κώτσιος κινδυνεύει. πολλὴ μαυρίλα ἔβγαινε πάνου ἀπ’ τ’ Ἄσπρο χῶμα, λαβώσανε τὸν Ἀγγελὴ στὸ χέρι καὶ στὸ στόμα, ὅσο νὰ πάη στὰ Ψαχνά, ἐπέθανε στὸ ρέμα. Κι ὁ Κώτσιος ἔφθασε εὐθὺς εἰς τοῦ Πάνου τὴ Στέρνα, Σύρτε παιδιά μου στὸ ὀρδί, καὶ πιάστε τὸ ταμπούρι, κι ἐγὼ θὰ μείνω μοναχός, ὡς νὰ ἔρθουνε ὅλοι. Καὶ τὸ κουμπούρι τράβηξε, σκοτώνει καβαλλάρη, Κινᾶν ἀγὰς ἐτράβηξε, τοῦ πῆρε τὸ κεφάλι.
Ἕνας ἄλλος Δροπολίτης ἀγωνιστὴς ἀναφέρεται, ἀπὸ τὸ χωριὸ Γράψη τῆς Δροπόλεως, ὁ Γιαννικώστας. Στὸ «Ἠπειρώτικο Ἡμερολόγιο» τοῦ ἔτους 1914, σχετικὰ μὲ τὸν ἀγωνιστὴ Γιαννικώστα, διαβάζουμε τὰ κάτωθι:
«Ὁ συνταγματάρχης τῆς Β΄ Φάλαγγος Ἰωάννης Κώστας ἐγεννήθη τὸ 1796 ἐν Κραψίω τῆς Δροπόλεως. Μετέβη, παῖς ἔτι ὧν, εἰς Κέρκυραν ὅπου καὶ κατετάγη εἰς τὴν Σουλιωτικὴν Φάλαγγα ὑπὸ τοὺς Γάλλους πρῶτον καὶ ἀκολούθως ὑπὸ τοὺς Ἄγγλους. Τῷ 1820 ἐπέστρεψεν εἰς Κέρκυραν, ἐμυήθη τὰ τῆς Φιλικῆς Ἐταιρίας καὶ ἔδραξε τὰ ὄπλα ἐξ ἀρχῆς τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος, ὡς σηματοφόρος ὑπὸ τὸν Νότην Μπότσαρην. Παρευρέθη ὡς τοιοῦτος εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Ἄρτης καὶ τῶν Ἀγράφων, εἰς τὴν πρώτην πολιορκίαν τοῦ Μεσολογγίου, εἰς τὴν ὑπεράσπισιν τῆς Σκιάθου καὶ εἰς πλείστας κατὰ τοῦ Ἰβραὴμ Πασσᾶ μάχας. Ἐπὶ Καποδιστρίου ὠνομάσθη πεντακοσίαρχος καὶ ἐπολέμησεν εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Βονίτσης. Ἔλαβε μέρος ἐνεργὸν εἰς τὴν Σεπτεμβριανὴν μεταπολίτευσιν. Ἔκτοτε συνταγματισθείσης τῆς βασιλείας, ἔμεινεν ἀρχηγὸς εἰδικοῦ ἀτάκτου σώματος, ὅπερ κατὰ τὸ 1854 διελύθη. Ἀπέθανεν ἐν Ἀθήνας τῷ 1877.»
Ἀπὸ τὸ χωριὸ Δερβιτσάνη γνωστοὶ ἀγωνιστὲς εἶναι οἱ Σταῦρος Μπόμπης, Γιωργάκης Τάλιος, Λιώλης Ντραγκούτας, ὅπως καὶ ὁ θρυλικὸς ἀρματωλὸς Πλιάτσκας ὁ ὁποῖος ἕλκει τὴν καταγωγή του ἀπὸ τὴ Δερβιτσάνη.
(συνεχίζεται)
Φιλόθεος Κεμεντζετζίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου