του Γιώργου Κυριακού
Εις μνήμην Κ.Λ.
Η
Από το 1921 –έτος που η Αλβανία εγγυήθηκε για τα δικαιώματα της Ελληνικής Μειονότητας στην Κοινωνία των Εθνών– μέχρι και τον πόλεμο, η εκπαίδευση των Ελλήνων μειονοτικών συνεχίστηκε εφόσον η μέριμνα είχε ανατεθεί στις τοπικές κοινότητες, στις θρησκευτικές δομές και στις αδελφότητες της διασποράς, οι οποίες χρηματοδοτούσαν τη λειτουργία των σχολείων. Οι πύλες προς τα Ιωάννινα ή την Αθήνα ήταν ανοιχτές στα οικοτροφεία-εκπαιδευτήρια. Χιλιάδες Βορειοηπειρώτες μορφώθηκαν και στήριξαν τους συμπατριώτες τους στην Αλβανία στελεχώνοντας τα σχολεία, δημιουργώντας βιβλιοθήκες και εκδόσεις. Υποτροφίες βοηθούσαν τα φτωχά παιδιά να μορφωθούν στο ανώτερο και ανώτατο επίπεδο. Μοναδική εξαίρεση ήταν η περίοδος της απεργίας-αποχής του 1933-35, επί δικτατορίας του βασιλιά Ζόγκου, που απαγορεύτηκε η λειτουργία των «ιδιωτικών» σχολείων με ένα φωτογραφικό άρθρο του Συντάγματος. Οι αγώνες, που επέφεραν διώξεις και εκτοπίσεις σε εκπαιδευτικούς ή σε στελέχη της παράνομης οργάνωσης «Νέα Φιλική Εταιρία», στέφθηκαν με καθολική επιτυχία το 1935. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης καταδίκασε την Αλβανική κυβέρνηση. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι στο υψηλό μορφωτικό επίπεδο της Μειονότητας βασίστηκε η διάδοση προοδευτικών ιδεών, του μαρξισμού και εν γένει της αριστεράς. Η «αστικοτσιφιλικάδικη τάξη» αποτελούσε κοινή αναφορά που γεφύρωνε προσωρινά τις εθνικές αντιθέσεις. Ήδη από τα μέσα του ’30 υπήρξε μια ιδιαίτερη κινητικότητα για την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού» από το Αλβανικό κράτος.
Μετά το 1946, το Αλβανικό κράτος περιόρισε τη βασική εκπαίδευση αποκλειστικά στα χωριά της Μειονοτικής Ζώνης (σήμερα εκπροσωπείται στους Δήμους Δερόπολης και Φοινίκης), ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ιδρύθηκε η ελληνική έδρα στο Πανεπιστήμιο του Αργυροκάστρου, που προοριζόταν για την κατάρτιση Ελληνοδασκάλων. Στη Χιμάρα, στους Αγίους Σαράντα, στο Δέλβινο ή στην Κορυτσά δεν μπορούσαν να έχουν ελληνικά σχολεία, και η «εκπαίδευση» θα γινόταν στο σπίτι. Θα ήταν περιττό να αναφερθούμε στην παραχάραξη που γινόταν στα βιβλία (ειδικά της Ιστορίας και της Γεωγραφίας) ή στις διώξεις εκπαιδευτικών σε διαφορετικές περιόδους. Φαινόμενα, επίσης, ενός αποκλεισμού μη αρεστών στο καθεστώς από την πρόσβαση ειδικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η προσπάθεια εξασφάλισης της μπούρσας (bursë-υποτροφία) με προϋπόθεση την πιστοποίηση νομιμοφροσύνης, το χαμηλό επίπεδο κατάρτισης των Ελληνοδασκάλων μαζί με τον φόβο για τη «μετάταξή» τους στην κοπερατίβα (kooperativë-γεωργικός συνεταιρισμός) υποβάθμιζαν το επίπεδο της μόρφωσης.
Μετά τη μεταπολίτευση, κι ενώ το κλίμα άλλαζε μες στις καταιγιστικές πολιτικές και οικονομικές κρίσεις, η εκπαίδευση βρέθηκε στο προσκήνιο της ΔΕΕΕΜ «Ομόνοια», που διεκδικούσε την αναβάθμιση της εκπαίδευσης στη Μειονότητα. Διαδηλώσεις έλαβαν χώρα στο Αργυρόκαστρο, στο Δέλβινο και στους Αγίους Σαράντα το 1991. «Στα αιτήματα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και των ελλαδικών κυβερνήσεων» όπως αναφέρει ο Δρ Ιστορίας Θεοφάνης Μαλκίδης «για εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα, η αλβανική κυβέρνηση απάντησε με το διάταγμα αριθ. 19 της 13ης Σεπτεμβρίου 1993… Τα μαθήματα θα διδάσκονταν στην ελληνική μόνο κατά τις τέσσερις πρώτες τάξεις των οκτατάξιων σχολείων, ενώ στις υπόλοιπες τέσσερις τάξεις τα μαθήματα θα διδάσκονταν στην αλβανική, και η ελληνική θα διδασκόταν ως ξένη γλώσσα». Πρόκειται για τη συνέχεια των «μειονοτικών ζωνών», οι οποίες συνέχισαν να λειτουργούν κατά παράβαση κάθε διεθνούς δικαίου.
Απευθυνθήκαμε στον Δρα Κοινωνιολογίας κ. Κωνσταντίνο Δημητρόπουλο*, ο οποίος δίδαξε από το 1998 και για μια 15ετία σε εκπαιδευτήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Αργυρόκαστρο, στο Δημοτικό Σχολείο «Όμηρος» της Χιμάρας και στο ελληνικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου, για να μας εξηγήσει την αιτία της αποτυχίας του εκπαιδευτικού συστήματος της Αλβανίας σχετικά με την Ελληνική Μειονότητα: «Το πρόβλημα της εκπαίδευσης των γηγενών Ελλήνων που κατοικούν εντός της αλβανικής επικράτειας είναι ένα ζήτημα που γεννήθηκε από τα πρώτα χρόνια του βίου του αλβανικού κράτους. Τα όποια ελληνόγλωσσα σχολεία “διατηρήθηκαν” αποκλειστικά και μόνο σε χωριά των “αναγνωρισμένων ζωνών”. Επισήμως, η λειτουργία τους διακόπηκε στις “αλβανόγλωσσες” περιοχές. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: η Άρτα του Αυλώνα ήταν και είναι ελληνόγλωσση, το ίδιο και Χιμάρα (η οποία μάλιστα “έχασε” το σχολείο της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Η Κορυτσά ήταν και είναι δίγλωσση, το ίδιο και το Λεσκοβίκι κ.λπ. Στις μέρες μας το πρόβλημα παραμένει, αν και η ένταξη της Αλβανίας σε διεθνείς οργανισμούς επέτρεψε την λειτουργία τάξεων ελληνικών σε μερικές πόλεις που βρίσκονται στα όρια των “μειονοτικών ζωνών” και την ίδρυση ιδιωτικών σχολείων στη Χιμάρα και την Κορυτσά. Θεωρώ πως η αλβανική πλευρά θα μπορούσε να εναρμονιστεί με τα διεθνή έγγραφα που έχει υπογράψει. Εφ’ όσον δημιουργηθεί το κατάλληλο νομοθετικό κλίμα (και εφ’ όσον και οι κρατικοί ταγοί εναρμονιστούν με αυτό), θα άξιζε να αναλάβουν πρωτοβουλία οι Κοινότητες των Ελλήνων –με τη συνδρομή της Εκκλησίας, της πολιτικοπολιτιστικής τους οργάνωσης και των αποδήμων– για εκπαίδευση: σε όλες τις βαθμίδες (Α΄βάθμια, Β΄βάθμια και Γ΄βάθμια), όπου οι μαθητές θα διδάσκονται στα ελληνικά την πλειοψηφία των μαθημάτων τους, αλλά παράλληλα θα διδάσκονται επαρκώς και τη γλώσσα του κράτους, με ύλη μαθημάτων απαλλαγμένη από κείμενα που θίγουν την ταυτότητά τους, και τα οποία θα δίνουν τη δυνατότητα στους μαθητές να έρθουν κοντά σε θέματα που αφορούν τη σύγχρονη εποχή, με εκπαιδευτικούς επιλεγμένους και μισθοδοτούμενους από τους φορείς των υποκειμένων και ασφαλώς ανοιχτή σε όλους, χωρίς κανέναν περιορισμό».
Το πρόβλημα της εκπαίδευσης των γηγενών Ελλήνων που κατοικούν εντός της αλβανικής επικράτειας είναι ένα ζήτημα που γεννήθηκε από τα πρώτα χρόνια του βίου του αλβανικού κράτους
Το 2020 ιδρύθηκε Γραφείο Μειονοτικής Εκπαίδευσης μόνο για τους Δήμους των «μειονοτικών ζωνών» της Δερόπολης και της Φοινίκης κατόπιν διαβούλευσης που προκάλεσε το πρώην προεδρείο της ΔΕΕΕΜ Ομόνοια. «Η τότε πρόταση δεν αφορούσε μόνο τα σχολεία των δύο αναγνωρισμένων μειονοτικών δήμων, αλλά όλων των δημοσίων μειονοτικών σχολείων (άλλωστε οι περισσότεροι μαθητές είναι στις πόλεις των Αγίων Σαράντα και του Αργυροκάστρου) και, γιατί όχι, και των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων Κορυτσάς, Χιμάρας και του Αρσακείου Τιράνων», όπως έχει γράψει ο πρώην πρόεδρος της Ομόνοιας Λεωνίδας Παππάς. Η καθήλωση στις μειονοτικές ζώνες είναι ένα γεγονός που το αντιμετωπίζουν προσπάθειες από διάφορες κατευθύνσεις. Αυτές –ουσιαστικά– πιέζουν το ελληνικό κράτος ώστε να ενεργεί σε μια κατεύθυνση αναβάθμισης των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων της Μειονότητας, πάντα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο καλής συγκατοίκησης με το σύνοικο αλβανικό στοιχείο.
* Στον κ. Δημητρόπουλο, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, έχει απαγορευτεί η είσοδος στην Αλβανία από το 2019 χωρίς να του έχει επιδειχθεί το οποιοδήποτε έγγραφο που να αιτιολογεί αυτήν την απαγόρευση…
Πηγή Μέρους Α’
Μέρος Β
Του Γιώργου Κυριακού
Μ
Τα δημόσια σχολεία της «Μειονοτικής Ζώνης»
Το Γραφείο Παιδείας Φοινίκης-Δερόπολης, που συγκροτήθηκε το 2020, έχει στη δικαιοδοσία του πέντε σχολεία στους δύο μειονοτικούς δήμους: Α. Στον Δήμο Φοινικαίων δύο 9τάξια, στη Φοινίκη και στον Μεσοπόταμο, και το Ενιαίο της Λιβαδιάς, που έχει και Λύκειο. Β. Στον Δήμο Δερόπολης δύο Ενιαία Σχολεία (9τάξιο και Λύκειο), στη Δερβιτσάνη και στους Βουλιαράτες. Σε αυτά φοιτούν συνολικά 446 μαθητές. Ενδεικτικά, η Γλώσσα, η Ιστορία, η Πολιτική Αγωγή διδάσκονται στις 9 τάξεις στα ελληνικά, ενώ στα αλβανικά διδάσκονται τα Μαθηματικά και η Φυσική από την ΣΤ΄, η Χημεία από τη Ζ΄ τάξη, η Γεωγραφία στη Θ΄ τάξη. Το Γραφείο Παιδείας, παρ’ όλο που οι αρμοδιότητές του είναι περιορισμένες στη «Μειονοτική Ζώνη», ξεκίνησε με αισιοδοξία παρά τις δύσκολες συνθήκες (μετανάστευση των μελών της Μειονότητας). Την περίοδο αυτή εξελίσσεται ένας διάλογος με το Υπουργείο Παιδείας, σχετικός με τη διεύρυνση της δικαιοδοσίας του σε όλα τα ελληνικά σχολεία. Εκτός δικαιοδοσίας του λειτουργούν στο Αργυρόκαστρο 9τάξιο και Λύκειο και στους Αγίους Σαράντα 9τάξιο. Σε σύνολο 249 μαθητών, φοιτούν 152 Έλληνες μαθητές και 97 Αλβανοί.
Τα σχολεία «Όμηρος»
Το 9χρονο Σχολείο «Όμηρος» Χιμάρας φέτος έχει 150 παιδιά: 90% ομογενείς και 10% αλβανικής καταγωγής. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξητική τάση του αριθμού των μαθητών. Το 9χρονο Σχολείο «Όμηρος» Κορυτσάς φέτος έχει 432 παιδιά, και 60 μαθητές έχει το νηπιαγωγείο. Η συμμετοχή των ομογενών φτάνει στο 50%, ενώ οι αλβανικής καταγωγής μαθητές έχουν μια φιλική έλξη για την Ελλάδα. Το Λύκειο λειτουργεί υπό την άδεια που κατέχει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, και τα ελληνικά διδάσκονται ως δεύτερη ξένη γλώσσα. Το πρόγραμμα είναι προσαρμοσμένο στην άδεια λειτουργίας με απόφαση του αλβανικού Υπουργικού Συμβουλίου το 2004. Η άδεια επιτρέπει τη διδασκαλία, στα ελληνικά, της Γλώσσας, της Μελέτης Περιβάλλοντος, της Φυσικής Αγωγής, των Καλλιτεχνικών, της Μουσικής, των Τεχνικών. Το διδακτικό πρόγραμμα έχει ως κύρια γλώσσα τα ελληνικά, κατόπιν τα αλβανικά, και ως ξένη γλώσσα τα αγγλικά. Τα σχολεία ακολουθούν το αλβανικό αναλυτικό πρόγραμμα στα μαθήματα που γίνονται στα Ελληνικά, ενώ μάθημα των Ελληνικών και της Μελέτης ακολουθεί ένα ειδικό πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της περιοχής. Τα σχολεία υπάγονται στα Γραφεία Εκπαίδευσης της κάθε περιοχής, όπως και στο Γραφείο Συντονιστή Εκπαίδευσης του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Λειτουργούν ως ιδιωτικά υπό την ΜΚΟ «Αδελφότητα» που έχουν ιδρύσει ομογενείς, αλλά χωρίς δίδακτρα για τους μαθητές (είτε ελληνικής είτε αλβανικής καταγωγής).
Εκφράζεται βαθιά ανησυχία και έντονος προβληματισμός για το μέλλον του Τμήματος Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου, το κλείσιμο του οποίου θα αποτελέσει καίριο πλήγμα στη μειονοτική εκπαίδευση
Η Πνοή Αγάπης
Ο Αρχιεπίσκοπος της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας ίδρυσε το 1998 την «Πνοή Αγάπης», από την οποία εξακτινώνονται όλες οι εκπαιδευτικές δομές της ανά την αλβανική επικράτεια. Η συμμετοχή είναι ανεξάρτητη από την εθνικότητα και τη θρησκευτική πίστη. Πάνω από 2.700 μαθητές και φοιτητές παρακολουθούν τα μαθήματα. Λειτουργούν 26 νηπιαγωγεία, τα Αλβανοαμερικανικά εκπαιδευτήρια σε όλες τις βαθμίδες στα Τίρανα, τα Ελληνοαλβανικά εκπαιδευτήρια όλων των βαθμίδων στο Δυρράχιο και στο Αργυρόκαστρο, το Αλβανοελληνικό εκπαιδευτήριο στην Κορυτσά, και το Γενικό-Τεχνικό Κολέγιο στον Μεσοπόταμο (Άγιοι Σαράντα). Τα εκπαιδευτήρια έχουν βραβευτεί (φέτος τα εκπαιδευτήρια του Αργυροκάστρου) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα Εκπαιδευτήρια της «Πνοής Αγάπης» έχουν το ίδιο πρόγραμμα σπουδών με τα δημόσια σχολεία της χώρας. Προσφέρουν οικονομική βοήθεια και υποτροφίες σε σημαντικό αριθμό φοιτητών. Το πανεπιστήμιο «Λόγος» των Τιράνων, που ξεκίνησε το 2010, διαθέτει τρεις Σχολές: Α. τη Σχολή Εφαρμοσμένων Επιστημών με τριετή φοίτηση (Ιατρικά Εργαστήρια και Εφαρμοσμένη Πληροφορική), Β. τη σχολή Οικονομικών (Λογιστική, Διοίκηση Επιχειρήσεων και Διαχείριση Τουρισμού), και Γ. τη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών και Γλωσσών (Κοινωνική Θεολογία και Θρησκειολογία, Προσχολική Παιδείας και Ελληνική Γλώσσα και Πολιτισμός). Στα άμεσα σχέδια είναι η επέκταση στον Αγροδιατροφικό Τομέα.
Το Αρσάκειο Ελληνοαλβανικό Κολέγιο Τιράνων
Είναι δομή της ιστορικής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας, που λειτουργεί από το 1998 για τις προπανεπιστημιακές βαθμίδες ως ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Υπάγεται στο Γραφείο Εκπαίδευσης των Τιράνων. Είναι σχετικά φτηνά τα δίδακτρα (1.500 ευρώ) συγκριτικά με άλλα, όπως το Τουρκικό ή το Αμερικανικό Κολέγιο (από 8.000-12.000 ευρώ), ενώ στο 20% των μαθητών παρέχεται μεγάλη έκπτωση. Οι 900 περίπου μαθητές φέτος δικτυώνονται με τα σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας και παρακολουθούν ευρωπαϊκά προγράμματα. Η φιλοσοφία του Κολεγίου είναι η συνεργασία των δύο λαών στο εκπαιδευτικό και πολιτιστικό πεδίο.
Το Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου
Το Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας, Λογοτεχνίας και Ελληνικού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1980 ως Έδρα Ελληνικής Γλώσσας, με στόχο την επιμόρφωση των διδασκάλων της Μειονότητας. Μετά από πολλές προσπάθειες του διδακτικού προσωπικού, αναβαθμίστηκε το 1993 σε πλήρες τετραετές Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια το Τμήμα ασχολείται με την επιμόρφωση των Ελλήνων δασκάλων σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και Ιωαννίνων, διεκδικώντας φέτος από το Υπουργείο Παιδείας της Αλβανίας την επίσημη ανάληψη του ρόλου αυτού. Ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας είναι η πρωτοβουλία του Τμήματος να αναλάβει και να διεκπεραιώσει την εξασφάλιση των εγχειριδίων για όλα τα μαθήματα στη μητρική γλώσσα στα σχολεία της Ελληνικής Μειονότητας. Στο Τμήμα μέχρι σήμερα εγγράφηκαν πάνω από 500 φοιτητές. Συνεχίζουν τις σπουδές γύρω στους 30 φοιτητές στα δύο προγράμματα, bachelor και master. Οι υποψήφιοι φοιτητές προέρχονται κυρίως από λύκεια που λειτουργούν στο χώρο της Ελληνικής Μειονότητας. Επίσης, κατά τα 28 χρόνια λειτουργίας του, από το Τμήμα αποφοίτησαν και πολλοί φοιτητές αλβανικής καταγωγής, μετά την οικονομική κρίση. Αυτοί οι φοιτητές γεννήθηκαν, μεγάλωσαν στην Ελλάδα, είχαν ελληνική παιδεία και τους ήταν πολύ δύσκολο να ενταχθούν στο αλβανικό σύστημα παιδείας. Έτσι στο Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας, βρήκαν την ευκαιρία να συμπληρώσουν τις σπουδές τους στην ελληνική γλώσσα. Από τους απόφοιτους ένα ποσοστό της τάξης του 22% ασκεί το επάγγελμα του εκπαιδευτικού στα σχολεία της Ελληνικής Μειονότητας, άλλοι εργάζονται σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες και άλλοι σαν μεταφραστές, δημοσιογράφοι κ.λπ.
Τα τελευταία χρόνια μειώθηκε πάρα πολύ ο αριθμός των φοιτητών. Εκφράζεται βαθιά ανησυχία και έντονος προβληματισμός για το μέλλον του Τμήματος, το κλείσιμο του οποίου θα αποτελέσει καίριο πλήγμα στη μειονοτική εκπαίδευση. Κινδυνεύουν, λόγω μετανάστευσης στην Ελλάδα, να ακυρωθούν προσπάθειες δεκαετιών και να χαθεί μια εστία ελληνικών γραμμάτων και πολιτισμού. Οι νέοι ομογενείς προτιμούν τα ελλαδικά πανεπιστήμια, λόγω καλύτερων συνθηκών φοίτησης και διαβίωσης (π.χ. «για το ακαδημαϊκό έτος 2021-2022 θα δοθούν σε τριάντα ομογενείς από την Αλβανία θέσεις για εισαγωγή σε Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, με παροχή δωρεάν σίτισης, εν είδει υποτροφίας» σύμφωνα με ανακοίνωση του υφυπουργού Α. Συρίγου). Η παρουσία τους στην Ελλάδα, η γνώση της κουλτούρας και της αγοράς, σε συνδυασμό με την υποστήριξή τους από το πανεπιστήμιο, θα τους επιτρέψει να βρουν γρηγορότερα δουλειά από ό,τι ένας απόφοιτος του Τμήματος του Αργυροκάστρου. Τα πράγματα στην Αλβανία, ειδικότερα στο χώρο της εκπαίδευσης, είναι δύσκολα. Υπάρχει μεγάλη ανεργία και το μέλλον είναι αβέβαιο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου