Του Γιώργου Κυριακού
Γ
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (κράτος που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή των Σταυροφόρων το 1204) αποτέλεσε, μαζί με τα κράτη της Νίκαιας και της Τραπεζούντας, τις πολιτικές επιβιώσεις του κράτους της Ρωμανίας. Και, την εποχή που λάμβανε χώρα η τουρκική κατάκτηση (Μαντζικέρτ, 1071), ξεκίνησε να αποκτά ελληνική ταυτότητα. Στη συνέχεια, παρ’ όλες τις δηώσεις και μετοικήσεις, υπήρξε η εστία εξεγέρσεων όπως αυτή του ιεράρχη Διονυσίου του Φιλοσόφου. Εξάλλου οι αγώνες των Χιμαραίων εναντίον των Τούρκων ανέδειξαν τον αντιστασιακό χαρακτήρα ως κατ’ εξοχήν υπόδειγμα της σχετικής αναφοράς του μαρξιστή ιστορικού Σβορώνου: «Ο αντιστασιακός χαρακτήρας διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία». Είτε με ομοεθνείς όπως ο Κροκόνδειλος Κλαδάς είτε με δυτικές δυνάμεις όπως η Βενετία, οι Χιμαραίοι δεν σταμάτησαν να πολεμούν τους Τούρκους. Οι συγκρούσεις ήταν παρούσες σε όλη τη διάρκεια της κατάκτησης, με οπλαρχηγούς από περιοχές της σημερινής Μειονότητας.
Ήδη πριν τον ξεσηκωμό του ’21, Βορειοηπειρώτες από τις περιοχές της Χιμάρας, του Αργυροκάστρου, της Μοσχόπολης, της Πρεμετής, του Λεσκοβικίου και της Κορυτσάς είχαν μυηθεί στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας
Διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας και προετοιμασίες
Από την άλλη, το στοιχείο της προσαρμογής δίπλα στην αντίσταση είχε μια ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά στη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας: Νεομάρτυρες άγιοι την περίοδο του εξισλαμισμού, όπως ο Ιωάννης Τερόβου, ο Νικόλαος Ιωαννίνων, ο Αυξέντιος της Βελλά, ο Χρήστος Πρεβέζης, ο Ζαχαρίας Άρτας, ο Αναστάσιος Παραμυθιάς, ο Ιωάννης Κονίτσης, ο Γεώργιος Γρεβενών κ.ά., ήταν μορφές που κράτησαν τη θρησκευτική ταυτότητα ως στοιχείο εθνικής διάκρισης από το τουρκικό-ισλαμικό στοιχείο. Αντίστοιχα ο Νεκτάριος Τέρπος και ο μάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός προώθησαν την παιδεία στην Ήπειρο, και στα κηρύγματά τους κατέκριναν την καθημερινότητα που είχε αλλοτριωθεί από τους εξισλαμισμούς με τα αντίστοιχα οικονομικά προνόμια ή το κυνήγι του πλουτισμού.
Από τον 17ο αιώνα Έλληνες της ενιαίας Ηπείρου επανατροφοδοτούσαν τον ελληνικό διαφωτισμό (ο οποίος είχε ξεκινήσει πριν την κατάκτηση) στηρίζοντας τα γράμματα και τις τέχνες. Ο Αρσάκης, οι αδελφοί Ριζάρη, ο Τοσίτσας, ο Σίνας, οι αδελφοί Ζωσιμάδες, οι αδελφοί Ζάππα, ο Ζωγράφος, δάσκαλοι της εποχής όπως ο Δούκας ή ο Ψαλίδας, ήταν πρόσωπα που έπαιξαν κομβικό ρόλο στο κίνημα αναγέννησης της εθνικής ταυτότητας. Είναι χαρακτηριστικό το βραχύβιο παράδειγμα ανάπτυξης της ορεινής Μοσχόπολης τον 18ο αιώνα, με την ίδρυση πανεπιστημίου (της «Νέας Ακαδημίας») και την οικονομική της παραγωγική ανάπτυξη.
Έτσι, ήδη πριν τον ξεσηκωμό του ’21, Βορειοηπειρώτες από τις περιοχές της Χιμάρας, του Αργυροκάστρου, της Μοσχόπολης, της Πρεμετής, του Λεσκοβικίου και της Κορυτσάς είχαν μυηθεί στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το σχέδιο ήταν «να σηκώσουν άρματα σε όλη τη δυτική Ήπειρο… και να φτάσουν μέχρι το Αργυρόκαστρο». Η Ήπειρος όμως, αν εξαιρεθεί το Σούλι μέχρι το 1803 ή η Χιμάρα, η οποία είχε το προνόμιο του αυτοδιοίκητου, ήταν ασφυκτικά τουρκοκρατούμενη. Γι’ αυτό οι Βορειοηπειρώτες συνέβαλαν σε υπαρκτά μέτωπα του αγώνα.
Εκατοντάδες Βορειοηπειρώτες διακρίθηκαν στην Επανάσταση
Ο Ευάγγελος Ζάππας πολέμησε στο Σούλι, στην Άρτα και στην Κόρινθο. Ο Σταύρος Κόντος αγωνίστηκε μαζί με παλικάρια από το Δέλβινο. Στην Επανάσταση της Εύβοιας, υπό τον Επίσκοπο Ευρίπου Γρηγόριο Αργυροκαστρίτη, πολέμησαν αγωνιστές από το Αργυρόκαστρο, από τη Χορμόβα, από τη Χιμάρα, και διακρίθηκαν οι αδερφοί Βασιλείου και ο Λιάκος με τους 300 του (ο αποδράσας Επίσκοπος, αργότερα, μετέφρασε τα ευαγγέλια στην αλβανική γλώσσα). Πολλοί οπλαρχηγοί και μεγάλος αριθμός πολεμιστών ήταν από τη Μοσχόπολη, ενώ οι Κορυτσαίοι βοήθησαν κυρίως με τις περιουσίες τους για την εξαγορά αιχμαλώτων. Αργότερα, Βορειοηπειρώτες βρέθηκαν να υπηρετούν σε επιτελικές θέσεις του ελληνικού κράτους. Ο αποκλεισμός της ενιαίας Ηπείρου από τις «Μελούνες» βρήκε το αντίδοτό του στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 και στη συγκρότηση της «Αυτονόμου Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου» το 1914, με έδρα το Αργυρόκαστρο, ύστερα από έναν στρατιωτικοπολιτικό αγώνα με ενιαία οργάνωση των «απ’ έκει» αγωνιστών.
Η ιστορία της Επανάστασης του 1821 είναι ακόμα ζωντανή στα μέλη της Ελληνικής Μειονότητας ως κοινή ιστορία. Η επίγνωσή της μπορεί να δημιουργήσει τόσο έναν κλοιό υπεράσπισης των δικαίων της, όσο και να χτίσει γέφυρες φιλίας, ειρήνης και δικαιοσύνης με τη γειτονική μας χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου