Η περιοχή της Φλώρινας, τα έτη 1521 – 1522, ως διοικητική περιφέρεια ήταν Σαντζάκι και ήταν Χάσι, δηλαδή ιδιοκτησία του Χασάν Μπέη[1], που ήταν γιος του Ισά Μπέη. Το Χάσι της Φλώρινας έδινε έσοδα 200.000 ακτσέδες. Ήταν το πιο μικρό Σαντζάκι της Ρούμελης και το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων προέρχονταν από τα χωράφια του κάμπου και την κτηνοτροφία των βουνών.
Το οικονομικό σύστημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στηριζόταν στην αγροτική παραγωγή. Έτσι όλη η φορολογία έπεφτε στις πλάτες των αγροτών, που εκτός τον προσωπικό φόρο, την «σπέντζα», και το δικαίωμα βοσκής, πλήρωναν την δεκάτη των δημητριακών, την δεκάτη των αμπελιών και του μούστου, τον φόρο του κρασιού, τους φόρους των λαχανόκηπων, των οπωροφόρων δένδρων, και την δεκάτη των μελισσιών. Οι κτηνοτρόφοι πλήρωναν τον φόρο των αιγοπροβάτων και των χοίρων. Οι μυλωνάδες τον φόρο των μύλων. Όποιος δεν πλήρωνε έγκαιρα είχε να πληρώσει και το πρόστιμο. Οι φόροι εισπράττονταν για το κράτος. Στη συνέχεια ο τσιφλικάς έπαιρνε το μερίδιο του και στους χωρικούς έμεναν μόνο λίγες ποσότητες για την σπορά, και τρόφιμα τόσα όσο να περάσουν την χρονιά αυτοί και τα ζώα τους.
Το τέλος του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, συμπίπτει με την ηγεμονία του Αλή Πασά στην Μακεδονία. Το Χάσι της Φλώρινας, που ήταν ιδιοκτησία μιας οικογένειας, διαιρέθηκε σε τσιφλίκια και δόθηκαν σε τουρκαλβανούς Μπέηδες φίλους του Αλή Πασά. Αυτήν την περίοδο οι τουρκαλβανοί Μπέηδες έφεραν τα πρωτοπαλίκαρά τους και τους έκαναν επιστάτες στα κτήματά τους και φοροεισπράκτορες. Η κάθοδος των τουρκαλβανών και η εξουσία τους έγινε μάστιγα για όλο όλον τον αγροτικό πληθυσμό. Η καταπίεση ήταν μεγάλη και οι εξευτελισμοί συχνοί, τόσο που όταν βγήκαν οι πρώτες ομάδες ανταρτών στο τέλος του 19ου αιώνα πρώτα χτύπησαν τους τουρκαλβανούς Μπέηδες και τους άνδρες τους. Ο Καπετάν Κώττας εξόντωσε μερικούς από αυτούς που καταπίεζαν τους χωρικούς. Επίσης ένα τμήμα του βουλγάρικου κομιτάτου είχε σοσιαλιστική κατεύθυνση και ως στόχο είχαν τους αλβανούς Μπέηδες για δυο λόγους: πρώτον, κατευθυνόμενοι από την πολιτική τους ιδεολογία, και δεύτερον, για να κερδίσουν την συμπάθεια των καταπιεζόμενων χωρικών. Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί Μπέηδες απέφευγαν να πηγαίνουν στον κάμπο στα κτήματά τους, από φόβο για την ζωή τους, και μερικοί μάλιστα Μπέηδες της Φλώρινας πήγαν και κατοίκησαν στο Μοναστήρι για να είναι πιο ασφαλείς.
Στα χρόνια του Αλή Πασά σε πολλά χωριά του Καζά της Φλώρινας, η Δημογεροντία του χωριού φορολογούσε τους συγχωριανούς και συγκέντρωναν χρήματα. Με αυτά τα χρήματα αγόραζαν από τους Μπέηδες χωράφια, βοσκότοπους και δάση. Η περιουσία ήταν κοινοτική και τα χωράφια δίνονταν με κλήρο στους συγχωριανούς. Αφού πλήρωναν τους κρατικούς φόρους, η υπόλοιπη παραγωγή φορολογούταν από την Δημογεροντία και τα έσοδα αποταμιεύονταν στο ταμείο του χωριού. Με αυτά τα χρήματα αγόραζαν άλλα κτήματα. Οι τοκογλύφοι όμως και οι συντεχνίες της Φλώρινας, του Μοναστηρίου και των Ιωαννίνων καρτερούσαν, και με την πρώτη ζημία που πάθαινε η σοδιά από τις καιρικές συνθήκες, δάνειζαν στους Δημογέροντες χρήματα με υπερβολικούς τόκους. Εάν οι Δημογέροντες δεν μπορούσαν να ξεχρεώσουν τους τοκογλύφους πήγαιναν πάλι στους Μπέηδες και πουλούσαν όλο το χωριό για να ξεχρεωθούν. Το χωριό γινόταν πάλι τσιφλίκι του Μπέη. Οι τοκογλύφοι ήταν χριστιανοί των πόλεων, που έφεραν τους χωρικούς σε τέτοια κακή οικονομική κατάσταση, χειρότερη από αυτήν των Μπέηδων. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία για πολλά χωριά να γίνουν ελευθεροχώρια και παρέμειναν κολίγοι στους τσιφλικάδες και τους Μπέηδες. Τα χωριά που προόδευσαν ήταν κυρίως τα ορεινά, όπου η ελευθερία που τους παρείχαν τα βουνά και η απόκρυψη της παραγωγής, ώστε να πληρώνουν λιγότερους φόρους, είχαν ως αποτέλεσμα να βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από αυτή των καμπίσιων χωριών. Μερικά χωριά όπως το Μπούφι, ο Πολυπόταμος, η Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο, τα χωριά των Κορεστίων και άλλα ήταν προοδευμένα χωριά. Ήταν χωριά οικοδόμων, που σχημάτιζαν παρέες και πήγαιναν σε όλες τις βαλκανικές χώρες, όπου έχτιζαν σπίτια. Οι καμπίσιοι χωρικοί παρέμειναν κολίγοι μέχρι την διάλυση των τσιφλικιών, που θέριζαν όλο τον κάμπο με το δρεπάνι στο χέρι, ενώ οι βουνίσιοι ήταν ελεύθεροι βοσκοί με μεγάλα κοπάδια προβάτων.
Μετά το 1900 περίπου, άρχισαν να επιστρέφουν οι πρώτοι μετανάστες από την Αμερική. Όλοι έφερναν πολλά δολάρια μαζί τους τα οποία επένδυσαν στα χωριά τους. Στην Αμερική γνώρισαν έναν άλλο πολιτισμό, που τους επηρέασε στον τρόπο ζωής. Τότε άρχισαν να χτίζουν καλά σπίτια στα χωριά. Μέχρι τότε τα σπίτια των καμπίσιων χωρικών έμοιαζαν περισσότερο με καλύβες, που αντί για κεραμίδια είχαν στάχυα. Στην Πρέσπα οι χωρικοί ζούσαν μέσα σε καλύβες κατασκευασμένες από καλάμια, ενώ στα ορεινά χωριά, τα σπίτια ήταν καλύτερα αλλά δεν είχαν τζάμια στα παράθυρα. Οι μετανάστες με τα δολάρια επέστρεψαν στην κατάλληλη στιγμή, που οι Μπέηδες και οι τσιφλικάδες πουλούσαν τα κτήματά τους, από φόβο εξ αιτίας των καταστάσεων και έτσι πολλοί απέκτησαν ιδιόκτητα κτήματα, μικρά και μεγάλα, σε μια εποχή που τα απελευθερωτικά κινήματα πίεζαν την οθωμανική εξουσία στα Βαλκάνια.
Ο αγροτικός πληθυσμός δεν αποδεκατιζόταν μόνο από τους φόρους, αλλά και από τις επιδημίες, που έκαναν συχνά την εμφάνισή τους εξ αιτίας της βρωμιάς που επικρατούσε στα χωριά και στις πόλεις. Ήταν χαρακτηριστικό της τουρκοκρατίας. Στις αρχές τους 19ου αιώνα η πανώλη είχε ερημώσει τον κάμπο της Φλώρινας, και τα «πρόβατα έβοσκαν μαζί με τα ζαρκάδια»[2], επειδή ο πληθυσμός είχε μειωθεί σημαντικά. Στην απογραφή[3], που έγινε το 1831 στον άρρενα πληθυσμό, ο Καζάς της Φλώρινας παρουσίαζε 5.253 άρρενες χριστιανούς, 5.596 άρρενες μουσουλμάνους και 365 άρρενες τσιγγάνους. Οι αριθμοί αυτοί δηλώνουν ότι οι χριστιανοί χωρικοί ήταν τα θύματα της πανώλης. Εξ αιτίας αυτής οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι ήταν μισοί μισοί. Τα χωράφια του κάμπου όμως χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια για να φέρουν κέρδη στους τσιφλικάδες. Τέτοια προβλήματα η τουρκική εξουσία τα έλυνε με υποχρεωτικές μετακινήσεις αγροτικών πληθυσμών από άλλες περιοχές. Εξανάγκαζαν τους χωρικούς με βία και δολοφονίες να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να κατοικήσουν στα τσιφλίκια που υποδείκνυαν οι Μπέηδες. Πολλές υποχρεωτικές μετακινήσεις πληθυσμών έγιναν στα χρόνια του Αλή Πασά και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι περισσότεροι ήρθαν από τα Τζουμέρκα και το Ραδοβίζι της περιοχής της Άρτας και άλλοι από τις περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Οι ντόπιοι χωρικοί και οι νέοι κάτοικοι έσμιξαν γρήγορα, αντάλλαξαν στοιχεία των ηθών και των εθίμων τους και παγιώθηκε ένας πολιτισμός, αυτόν που σήμερα ονομάζουμε παραδοσιακός πολιτισμός της Φλώρινας.
Στα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι κάποιων χωριών της Ηπείρου αγόρασαν εκτάσεις και ήρθαν και εγκαταστάθηκαν σε αυτές. Η Δημογεροντία του χωριού Πληκάτι της Κόνιτσας[4], αγόρασε το 1842, από τους καστοριανούς Μπέηδες, την δασώδη περιοχή της Μπελκαμένης και έχτισαν το σημερινό χωριό της Δροσοπηγής. Αργότερα κάποιοι άλλοι Πρόκριτοι από τα χωριά Νίτσα, Λινοτόπι και Φράσαρι της περιοχής Μοσχοπόλεως αγόρασαν τα κτήματα και τα άδεια σπίτια των χωριών Νεγοβάν και Λιμπάνιστσα, και εγκαταστάθηκαν σε αυτά. Τα χωριά αυτά ανήκαν στον τραπεζίτη του Μοναστηρίου Δήμκο Ίτσο και πουλήθηκαν το 1861. Οι Ηπειρώτες κάτοικοί του ήταν κυρίως χτίστες και από τα δυο χωριά που υπήρχαν έχτισαν ένα, το σημερινό Φλάμπουρο[5]. Ποιοι λόγοι έφεραν τους Ηπειρώτες χωρικούς στην Φλώρινα είναι άγνωστο. Βέβαιο όμως είναι ότι η περιοχή ήταν άδεια, αποτέλεσμα της πανώλης, και επειδή οι γαιοκτήμονες δεν μπορούσαν να τα εκμεταλλευτούν χωρίς εργατικά χέρια, πούλησαν τις περιοχές σε χαμηλές τιμές. Πιθανότατα το χαμηλό κόστος της αγοράς ήταν το κίνητρο που έφερε τους Ηπειρώτες στην Φλώρινα.
Εξαίρεση των παραπάνω αποτελούν τα βλαχοχώρια Πισοδέρι και Νυμφαίο, επειδή οι κάτοικοι των παραπάνω χωριών δεν ήταν ραγιάδες με την έννοια του χωρικού κολίγου του κάμπου ή του βοσκού των βουνών. Τα βλαχοχώρια σε όλη την βαλκανική απολάμβαναν προνόμια[6] από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Τα προνόμια αυτά ήταν η απαλλαγή από πολλούς φόρους, πλήρωναν μόνο την μισή της δεκάτης, είχαν περισσότερα δικαιώματα στην αυτοδιοίκηση και δεν υπόκειντο στην συνεισφορά του παιδομαζώματος. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η οικονομική ανάπτυξη και η μόρφωση τους, που τους έκανε να διαφέρουν, από όλους τους άλλους κατοίκους της περιοχής. Οι Πισοδερίτες ήταν κλεισουροφύλακες και φύλαγαν το πέρασμα της Βίγλας. Όταν όμως μετά την ελληνική επανάσταση ο Σουλτάνος κατήργησε τους αρματολούς και σταδιακά τους κλεισουροφύλακες τους αντικατέστησε με μουσουλμάνους αλβανούς, οι περισσότεροι Πισοδερίτες ακολούθησαν το πατροπαράδοτο επάγγελμα τους, του χαντζή και του μπακάλη, ανοίγοντας χάνια και μπακάλικα σε πολλά χωριά και πόλεις, από το Μοναστήρι μέχρι την Καστοριά και από την Κορυτσά μέχρι την Έδεσσα και την Θεσσαλονίκη. Οι Νεβεσκιώτες ή Νυμφαιώτες ήταν κυρίως αργυροχρυσοχόοι και έμποροι, σκορπισμένοι σε πόλεις της Μακεδονίας, αλλά και στην Σουηδία και στην Ρουμανία και μέχρι την Αίγυπτο. Το Νυμφαίο ήταν το μόνο χωριό στην περιφέρεια με τόσο πλούτο, από το εμπόριο και την αργυροχρυσοχοΐα στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας.
Συνοπτικά, οι βλαχόφωνοι είχαν προνόμια και έζησαν καλύτερα από όλους τους άλλους. Αντίθετα οι σλαβόφωνοι χωρικοί ήταν οι κολίγοι του κάμπου, χωρίς προνόμια και δικαιώματα. Αυτοί κακοπέρασαν. Οι σλαβόφωνοι των ορεινών χωριών απολάμβαναν την ελευθερία τους και πλούτιζαν από την φοροδιαφυγή. Όλα αυτά μέχρι που τελείωσε η τουρκοκρατία και εδραιώθηκε ο φιλελευθερισμός.
Δημήτρης Μεκάσης
[1] Τοντόροφ Νικολάι, Η Βαλκανική πόλη, 15ος – 19ος αιώνας, τ. Α΄, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986, σ. 127
[2] Πουκεβίλ Φ., Ταξίδι στην Ελλάδα, Μακεδονία Θεσσαλία, Εκ. Τολίδη, Αθήνα 1995, σ.72
[3] Τοντόροφ Νικολάι, όπ.π. σ.433
[4] Νεδέλκος Δ. «Ένα ιστορικό έγγραφο της Μπελκαμένης», περ. ΕΤΑΙΡΙΑ, τ. 13, Φλώρινα 1993, σ. 21
[5] Πόγας Ανασ. «Το Δημοτικό Σχολείο Φλαμπούρου, ένα πνευματικό φυτώριο του Ν. Φλωρίνης», περ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, τ. 160 – 161, Φλώρινα 1983, σ. 5 – 6.
[6] Τοντόροφ Νικολάι, όπ. π. σ.69
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου