π. Δημητρίου Μπόκου
Πολλὲς ἐνστάσεις ἐγείρονται σήμερα γιὰ τὸ πρόσωπο ποὺ ἐπιδεικνύει ὁ Θεὸς στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή. Πολλοὶ προσάπτουν στὸν Θεὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπέρμετρη σκληρότητα καὶ κακία πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Θεωροῦν ὅτι δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης ποὺ ἀναδεικνύεται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Φτάνουν νὰ μιλοῦν γιὰ δυὸ διαφορετικούς, διαμετρικὰ ἀντίθετους θεούς. Μερικοί, προχωρώντας ἀκόμα παραπέρα, δὲν διστάζουν νὰ βλασφημήσουν, ταυτίζοντας τὸν Θεὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὸν σατανᾶ.
Ἁγνοοῦν ὅσοι σκέπτονται ἔτσι, ὅτι ὁ Θεὸς μιλάει πάντα μὲ τὴ γλώσσα ποὺ κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι τῆς κάθε ἐποχῆς. Ὅτι μεταχειρίζεται τρόπους καὶ μεθόδους ποὺ ἀνταποκρίνονται στὶς δυνατότητές τους, στὴ δική τους ἀντίληψη γιὰ τὴ ζωή, τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο, στὸν δικό τους τρόπο σκέψης. Καὶ ὅτι ἐνεργεῖ πάντα παιδαγωγικά, μὲ γνώμονα τὸ πραγματικὸ συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ φιλάνθρωπα. Καὶ ἡ παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μονότροπη. Ἔχει πολλὲς μορφές. Μεταχειρίζεται ποικίλους τρόπους γιὰ νὰ διδάξει, νὰ συνετίσει καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἰσχύει ὅτι τὸ μόνο ποὺ ξέρει ὁ Θεός, εἶναι νὰ τιμωρεῖ, ὅπως πολὺ εὔκολα, ρηχά, ἐπιπόλαια καὶ ἀνόητα συμπεραίνουν πολλοὶ «σκεπτόμενοι» σήμερα.
Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀσυγχώρητο λάθος νὰ κρίνουμε μὲ τὰ κριτήρια τοῦ σήμερα τὰ δεδομένα ἄλλων ἐποχῶν. Ἐμεῖς ζοῦμε σὲ ἄλλες συνθῆκες, ἔχουμε ἄλλες πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς ἀρχές, ἄλλα ἤθη καὶ ἔθιμα, ἄλλο οἰκογενειακό, πολιτικὸ καὶ διεθνικὸ δίκαιο, ἄλλη νοοτροπία καὶ ψυχολογία, ἄλλη κοινωνικὴ συγκρότηση, καί, γενικά, ἐντελῶς ἄλλο πολιτισμό. Ἡ κάθε ἀνθρώπινη γενεὰ θὰ κριθεῖ μὲ βάση τὰ ἰσχύοντα στὴν ἐποχή της. Εἶναι παντελῶς ἄτοπο νὰ κρίνονται τὰ πεπραγμένα ἄλλων ἐποχῶν ἔξω ἀπὸ τὸ ἱστορικό, πολιτικό, κοινωνικὸ καὶ πολιτιστικό τους γίγνεσθαι. Μὲ ποιὰ λογικὴ θὰ ἐφαρμόσουμε τὰ δικά μας κριτήρια γιὰ ὅσα ἔλαβαν χώρα πρὶν ἀπὸ εἴκοσι, τριάντα, ἀκόμα καὶ σαράντα αἰῶνες; Πῶς θὰ συγκρίνουμε τόσο ἀνόμοια μεταξύ τους πράγματα; Δὲν θὰ ἀποδειχθοῦμε τότε παράλογοι, ἀνιστόρητοι, ἀνόητοι;
Πάνω σ’ αὐτὸ λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐκείνη τὴν γλώσσα, ἐκεῖνον τὸν νόμο καταλάβαιναν. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦταν καὶ τότε, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ νόμος ἦταν γιὰ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν καταλάβαιναν ἀλλιῶς. Μὴ σᾶς φαίνεται ἐκεῖνος ὁ νόμος σκληρὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο διαφορετικό. Ἦταν ὁ νόμος ποὺ θὰ ὠφελοῦσε ἐκείνη τὴν ἐποχή. Δὲν ἦταν ὁ νόμος ἐκεῖνος βάρβαρος, ἀλλὰ ἡ γενιὰ ἐκείνη ἦταν βάρβαρη. Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ κάνουν μεγαλύτερες βαρβαρότητες, ἀλλὰ τουλάχιστον μποροῦν νὰ καταλάβουν. Τώρα ἕνα κανδήλι κουνιέται καὶ πόσο οἱ ἄνθρωποι συγκλονίζονται! Ἐνῶ, βλέπεις, τότε πόσα ἔκανε ὁ Θεός! Ἔδωσε δέκα μάστιγες στὸν Φαραώ, γιὰ νὰ βγάλει τοὺς Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Κάνει ξηρὰ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, γιὰ νὰ περάσουν. Τοὺς δίνει νεφέλη τὴν ἡμέρα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς καίει ὁ ἥλιος, στήλη φωτεινή τὴν νύχτα, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ. Καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα γεγονότα ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ ζητήσουν γιὰ Θεὸ ἕνα χρυσὸ μοσχάρι (Ἐξ. 32, 1-6)! Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἔλεγαν ποτὲ ὅτι ἕνα μοσχάρι θὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, Α΄, Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, Σουρωτὴ Θεσ/νίκης 1998, σ. 62). Ἐπὶ πλέον πρέπει νὰ ἔχουμε ὁπωσδήποτε ὑπ’ ὄψη μας τὴ συμβατικότητα τῆς γλώσσας τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι γλώσσα ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐξηγήσει μὲ τρόπο ἄμεσα καταληπτὸ ἀπὸ ἐμᾶς τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι γλώσσα ποὺ περιγράφει πῶς ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιεῖ κατὰ κόρον τὶς λεγόμενες ἀνθρωπομορφικὲς ἐκφράσεις. Παρουσιάζει τὸν Θεὸ νὰ σκέφτεται, νὰ μιλᾶ καὶ νὰ ἐνεργεῖ ὅπως θὰ ἐνεργοῦσε ὁ ἄνθρωπος. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἔχει χέρια, πόδια, περπατάει, θυμᾶται, ξεχνάει, ζηλεύει, θυμώνει, ὀργίζεται, ἐκδικεῖται, τιμωρεῖ. Ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν συμβαίνει στὴν πραγματικότητα. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμμιὰ ἀτέλεια, κανένα πάθος, καμμιὰ κακία μέσα του. Δὲν ὀργίζεται ποτὲ ἀπέναντί μας, δὲν διακατέχεται καθόλου ἀπὸ ἐκδικητικότητα, δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ καμμιὰ τιμωρητικὴ διάθεση, δὲν προσβάλλεται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ δὲν ἐπιζητεῖ καμμιὰ ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς του. «Ὅσα τοίνυν περὶ Θεοῦ σωματικώτερον εἴρηται, συμβολικῶς ἐστι λελεγμένα». Ὅταν π.χ. μιλᾶμε διὰ «ὀργὴν καὶ θυμὸν» τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμε «τὴν πρὸς τὴν κακίαν ἀπέχθειάν τε καὶ ἀποστροφήν» του (Ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνὸς) καὶ ποτέ, συνεπῶς, τὴν ἀπόρριψη τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα αὐτὰ λέγονται λόγῳ τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας. «Μὴ ἀνθρωπίνως δέχου τὰ λεγόμενα, ἀλλὰ τὴν παχύτητα τῶν λέξεων τῇ ἀσθενείᾳ λογίζου τῇ ἀνθρωπίνῃ». Εἶναι ἡ «συγκατάβασις τῆς θείας Γραφῆς… διὰ τὴν ἡμετέραν ἀσθένειαν» (Ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος).
Ὁ Θεὸς στὴν πραγματικότητα μόνο ἀγαπᾶ. Ἐπεμβαίνει βέβαια μὲ ποικίλους τρόπους στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ
μέσα καὶ ὅλους τοὺς τρόπους γιὰ τὸ καλό μας. Ἀλλὰ ὅ,τι κάνει ἀπέναντί μας δὲν εἶναι παρὰ θεραπευτικὲς καὶ παιδαγωγικὲς ἐπεμβάσεις, ὑπαγορευόμενες ἀπὸ τὴν ἄφατη φιλανθρωπία του, γιὰ τὴ διόρθωση καὶ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Κάποιες φορὲς οἱ χειρουργικὲς αὐτὲς ἐπεμβάσεις του εἶναι ἰδιαίτερα δραστικὲς καὶ ἐπώδυνες. Ἀλλὰ δὲν εἶναι τιμωρίες. Γίνονται μόνο, ὅταν ὅλα τὰ ἄλλα μέσα ἀποδειχθοῦν ἀναποτελεσματικὰ γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ ὅπως καὶ ὁ γιατρός. Ξεκινάει ἀπὸ τὰ ἠπιότερα φάρμακα καὶ προχωρεῖ στὰ δραστικότερα. Καὶ ὅπως ὁ γιατρὸς δὲν τιμωρεῖ τὸν ἀσθενῆ, ὅταν τὸν ταλαιπωρεῖ μὲ ἐπώδυνες θεραπεῖες, ἀφοῦ μάχεται τὴν ἀσθένεια καὶ ὄχι τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ Θεός. Ὅ,τι κι ἂν κάνει, ὅσο ὀδυνηρὲς κι ἂν εἶναι οἱ ἐπεμβάσεις του, δὲν εἶναι γιὰ τὴν τιμωρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ γιὰ τὴ διόρθωση καὶ τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὴ νόσο τοῦ κακοῦ (βλ. καὶ Ἁγ. Βασιλείου τοῦ Μεγάλου Ὁμιλία, «Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός»).
Τὸ παράδοξο ὅμως εἶναι ὅτι, παρὰ τὰ περὶ τοῦ ἀντιθέτου λεγόμενα σήμερα, ὁλόκληρη ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μιλάει ἀκατάπαυστα γιὰ
τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μέσα ἀπὸ τὶς (πάντα παιδαγωγικὲς καὶ θεραπευτικές) «τιμωρίες» ὁ παλαιοδιαθηκικὸς ἄνθρωπος βιώνει ὡς εὐσπλαχνία καὶ ὄχι ὡς «ἀπανθρωπία» τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα:
α. Θεωρεῖ κατ’ ἀρχὴν ἀπόλυτα σωστὲς καὶ δίκαιες τὶς ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλες του τὶς ἐνέργειες μὲ τὶς ὁποῖες παρεμβαίνει στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. «Δίκαιος εἶ, Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἱ κρίσεις σου» (Ψαλ. 118, 137). «Ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν, καὶ πάντα τὰ ἔργα σου ἀληθινά, καὶ εὐθεῖαι αἱ ὁδοί σου, καὶ πᾶσαι αἱ κρίσεις σου ἀλήθεια».
Οἱ ἐνέργειες καὶ οἱ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλες ὀρθὲς καὶ δίκαιες.
«Καὶ πάντα ὅσα ἐπήγαγες ἡμῖν, καὶ πάντα ὅσα ἐποίησας ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ κρίσει ἐποίησας» (Δαν. Β, 3· 7 [3, 27· 31]). «Οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν» (Α΄ Βασ. 2, 2).
β. Κατὰ δεύτερο λόγο, ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ πλήρως ὅτι αἰτία τῶν ὀδυνηρῶν θεϊκῶν παρεμβάσεων εἶναι ἡ ἀποστασία καὶ ἀπείθειά του ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες μέσα στὴν κάμινο τοῦ
πυρὸς ὁμολογοῦν, ὅτι ὅ,τι ἐπέφερε ἐναντίον τους ὁ Θεός, τὸ ἔπραξε μὲ ἀπόλυτη δικαιοκρισία «διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. Ἁμαρτήσαμε καὶ
ἀνομήσαμε μὲ τὸ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ ἐσένα. Ἐξημάρτομεν ἐν πᾶσι καὶ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἠκούσαμεν» (Δαν. Β, 4-5 [3, 28-29]).
γ. Ἕνα τρίτο σημαντικότατο στοιχεῖο εἶναι ὅτι δὲν βλέπει ο ἄνθρωπος στὸν Θεὸ μιὰ ἄτεγκτη δικαιοσύνη ποὺ ἰσοπεδώνει τὰ πάντα, ἀλλὰ μιὰ δικαιοσύνη ποὺ συμπλέκεται ἀδιάκοπα μὲ τὴν εὐσπλαχνία, ὥστε τελικὰ νὰ ταυτίζεται μὲ τὴ χρηστότητα, τὴν ἀγαθότητα, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «Ἐλεήμων ὁ Κύριος καὶ δίκαιος, καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ» (Ψαλ. 114, 5). Παρὰ τὶς ἐπώδυνες παρεμβάσεις του γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τοῦ κακοῦ, τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ βιώνεται σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὡς ἀγάπη. Ἐφόσον ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, θεωρεῖ αὐτομάτως ὅτι εἶναι δίκαιος, ὅταν κάνει τὰ πάντα (ὅλο τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας) γιὰ νὰ τὸν σώσει, νὰ τὸν ἀποκαταστήσει πλήρως, ὅπως θὰ ἔπραττε ὁ κάθε φυσικὸς γονιὸς γιὰ τὰ παιδιά του. Θὰ ἦταν ἄδικο νὰ μὴν τὸ πράξει, νὰ μὴν ἐπιδείξει τὴν αὐτονόητη αὐτὴ γονικὴ φροντίδα καὶ ἀγάπη.
Δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη δηλαδὴ δὲν εἶναι δύο διαφορετικά πράγματα στὸν Θεὸ καὶ μάλιστα ἀντιτιθέμενα μεταξύ τους, ὅπως διατείνονται μερικοί, ἀλλὰ δικαιοσύνη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33, 9). Εἶναι σπλαχνικός, εὐεργετικός, ἀγαθὸς ὁ Κύριος, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς παραγγέλλει ἀνεπιφύλακτα: «Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 36, 4), ἀφοῦ ἡ σχέση καὶ κοινωνία μαζί του προξενεῖ ἀπροσμέτρητη εὐχαρίστηση. «Κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινὸς» (Ἐξ. 34, 6). Ἡ αὐθεντικὴ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «φωνὴ αὔρας λεπτῆς», σύμφωνα μὲ τὸ γνήσιο βίωμα τῆς θεοπτίας τοῦ προφήτη Ἠλία (Γ΄ Βασ. 19, 12).
δ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀνταποδίδει, παρὰ τὸ λεγόμενο στὶς Παροιμίες
(κεφ. 24, 12), δὲν ἀνταποδίδει ἀκριβῶς «κατὰ τὰ ἔργα» τοῦ ἀνθρώπου. «Οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν» (Ψαλμ. 102, 8-10). Ἡ ἀνταπόδοση τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἀνάλογη μὲ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κατὰ πολὺ φιλανθρωπότερη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπιμένει ἰδιαίτερα σ’ αὐτό. «Κολάζει διὰ τὸ φιλεῖν, οὐχ ἵνα τιμωρίαν ἀπαιτήσῃ». Ὁ σκοπὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι νὰ τιμωρήσει, ἀλλὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ σχέση ἀγάπης μαζί του. «Μᾶλλον δὲ οὐδὲ κολάζει, ἀλλὰ διορθοῦται μόνον». Ἐπισείει τὸν φόβο τῆς «τιμωρίας» στὸν ἁμαρτάνοντα, μόνο «ἵνα ἀποδύσηται τὸ ἔγκλημα, ἵνα κἂν οὕτως ἐπανέλθοι πρὸς τὴν ἐκείνου φιλοστοργίαν».
Ὅσο μάλιστα αὐστηρότερη φαίνεται ἡ «τιμωρία», τόσο περισσότερη εἶναι ἡ ἀγάπη του. «Ὅταν σφόδρα ἐπιτείνῃ τὴν κόλασιν, τότε δείκνυσι τὸν ἔρωτα… Πάντα γὰρ ὁ Θεὸς πράττει, ἵνα φιληθῇ παρ’ ἡμῶν».
Ὁ Θεὸς μετέρχεται τὰ πάντα καὶ καταδέχεται νὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του «παχύτερα ρήματα» καὶ ὄχι τὶς λεπτὲς καὶ ὑψηλὲς θεολογικὲς ἔννοιες ποὺ τοῦ ἁρμόζουν, καὶ ἐπιπλέον ἀποδέχεται λέξεις καὶ χαρακτηρισμοὺς ποὺ ὑποδηλώνουν ἀνθρώπινα πάθη, λέγοντας τὸν ἑαυτό του ζηλιάρη καὶ ὑποδυόμενος τὸν ζηλότυπο σύζυγο ἢ ἐραστὴ («Θεὸς γάρ ειμι ζηλωτὴς» [πρβλ. Ἐξ. 20, 5]), «ἵνα μάθῃς τῆς αγάπης τὴν ἐπίτασιν» (Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τό· «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω», PG 60, 621-622).
ε. Δὲν μιλᾶμε συνεπῶς γιὰ τιμωρία (κόλαση), ἀλλὰ γιὰ διόρθωση, θεραπεία ἀπὸ ἕνα πατέρα-ἰατρό, τοῦ ὁποίου εἶναι «τὸ ἔλεος ἀμέτρητον καὶ ἡ φιλανθρωπία ἄφατος». Καμμιὰ κακία δὲν ἐμφωλεύει στὴ φύση του, κανένας σαδισμός, κανένα ἄκαμπτο νομικὸ πνεῦμα, καμμιὰ ἐμμονὴ γιὰ ἀποκατάσταση καὶ ἱκανοποίηση κάποιας δικαιοσύνης ἢ διασαλευθείσας ἠθικῆς τάξης ἢ προσβολῆς στὸ πρόσωπό του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ὑπάρξει μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, παρέλκει ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἡ τιμωρία. Ὁ προφήτης Ἰωνᾶς μάλιστα «μέμφεται» τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐσπλαχνία του: «Ἔγνων, ὅτι σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις» (Ἰων. 4, 2). Εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ δὲν κάνει πραγματικὸ δικαστήριο μαζί μας, δὲν ἔρχεται «εἰς κρίσιν μετὰ τῶν δούλων» του, ἐπειδὴ εἶναι «ὁ μακροθυμῶν ἐπὶ πάντας ἡμᾶς καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις ἡμῶν». Ὁ Θεὸς ποὺ ἀλλάζει γνώμη καὶ δὲν μᾶς «τιμωρεῖ» κατὰ τὰ ἔργα μας. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι ὁ φιλάνθρωπος Κύριος «οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα μηνιεῖ» (Ψαλμ. 102, 9). Γι’ αὐτὸ προτιμάει πάντα νὰ πέφτει «ἐν χειρὶ Κυρίου», διότι «πολλοὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ», καὶ ὄχι στὰ ἀνηλεῆ χέρια τῶν ἐχθρῶν του, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ Δαυΐδ, εὑρισκόμενος ὁ ἴδιος, λόγῳ σοβαροῦ παραπτώματός του, σὲ πραγματικὸ ἀδιέξοδο. Ἡ «τιμωρία» τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα φιλανθρωπότερη ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ ἐπισωρεύει ἡ ἀνθρώπινη βαρβαρότητα. Εἶναι πάντα μικρότερη ἀπὸ τὴν παράβαση. Χρησιμοποιεῖται μόνο ὡς ἔναυσμα ἐπιστροφῆς στὸν Θεό. Μὲ τὴ λήψη τοῦ μηνύματός της ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, δὲν ἔχει λόγο νὰ ἐπιτείνεται καὶ παύει (πρβλ. Β΄ Βασ. κεφ. 24). Δὲν ἰσχύουν καθόλου στὸν Θεὸ τὰ αὐτονόητα τῆς ἀνθρώπινης ἄκαμπτης δικαιοσύνης, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ὁπωσδήποτε γιὰ κάθε παράβαση τὴν ἀντίστοιχη τιμωρία.
Γι’ αὐτὸ καὶ τίποτε δὲν ἐμποδίζει τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑμνεῖ ἀκατάπαυστα αὐτὸν τὸν Θεό. «Τὰ ἐλέη σου, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα ἄσομαι»
(Ψαλμ. 88, 2). «Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Αἰώνιο καὶ ἀνεξάντλητο εἶναι τὸ ἔλεός του (Ψαλμ. 135, 1).
Παρὰ τὶς «τιμωρίες» δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται φιλάνθρωπα τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐμπιστεύεται χωρὶς δισταγμὸ τὸν ἑαυτό του στὴν ἀγκαλιά του. Γιατὶ ὁ Θεὸς διακηρύττει, ὅτι ἀγαπάει τὸ πλάσμα του περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἡ μάνα τὸ παιδί της. «Εἶναι ποτὲ δυνατὸν μιὰ μητέρα νὰ μὴ σπλαχνισθεὶ τὰ ἔκγονα τῶν σπλάχνων της, νὰ λησμονήσει τὰ παιδιά της; (Στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία δυστυχῶς συμβαίνουν κάποτε καὶ αὐτά). Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμα τὸ παρὰ φύσιν γεγονὸς νὰ συμβεῖ, νὰ λησμονήσει μιὰ μητέρα τὰ παιδιά της, ὅμως ἐγὼ ποτὲ δὲν θὰ σὲ λησμονήσω, εἶπε Κύριος» (Ἡσ. 49, 15).
Ἕναν τέτοιο Θεό, ἀνώτερο καὶ ἀπὸ τὴ μάνα μας, θέλουμε.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 423, Ὀκτ. 2018, ἐπηυξημένο)
(Συνεχίζεται)
Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820 25861/23075/6980 898 504
e-mail: antiyli.gr@gmail.com
Διαδίδω τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ η»
Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ; (ζ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου