Από το οπισθόφυλλο του Τόμου Α': Β. Κυράνη, Ελληνο - Ηπειρωτικά |
Μία από τας σπουδαιοτέρας πόλεις της Ηπείρου, κατά την διάρκειαν της τουρκοκρατίας, υπήρξεν η Μοσχόπολις της Δασσαρητίας. Η Μοσχόπολις ή Βοσκόπολις, κείται εις απόστασιν 24 χλμ., ΒΔ της Κορυτσάς. Κατά τας μαρτυρίας των διαφόρων συγγραφέων, η Μοσχόπολις συνωκίσθη περί τω 1330 μ.χ. Η πόλις αυτή της ΒΑ Ηπείρου ολίγον κατ' ολίγον αυξηθείσα και δυναμωθείσα κατέστη περίβλεπτος πατρίς των ενδοξοτέρων ανδρών του πνεύματος και του εμπορίου. Από τας αρχάς της ΙΗ' εκατονταετηρίδος οι κάτοικοι της Μοσχοπόλεως, πρώτοι μεταξύ των Ελλήνων, είδον επιλάμψαντα από του γραφικού αυτής ορίζοντος την ηώ (αυγήν) των φώτων.
Οι Μοσχοπολίται υπήρξαν οι μάλλον φιλόπονοι και ρηξικέλευθοι (φιλοπρόοδοι) εξ όλων των Ελλήνων της περιόδου εκείνης. Ανήγειρον πολυτελείς οικίας, μεγαλοπρεπείς ναούς, διάφορα κοινωφελή ιδρύματα και κατασκεύασαν ευρείας και λαμπράς αγοράς, πολλάς και ωραίας πολυκρούνους κρήνας, ως και εργοστάσια ταπήτων και εριούχων (τσόχας), τα οποία απησχόλουν μέγαν αριθμόν εργατών. Οι Μοσχοπολίται υπήρξαν άριστοι οπλοποιοί, χαλκείς, μαχαιροποιοί, σμηγματοποιοί (σαπωνοποιοί), υφανταί, κ.ο.κ. Τα εντόπια προϊόντα εξήγοντο εις τα κυριώτερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης και ηύξανον τα εισοδήματα της Μοσχοπόλεως. Απειράριθμοι αγορασταί επλήρουν τας πλουσίας αγοράς της Μοσχοπόλεως εξ' όλων των μερών της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Τοιαύτη και τοσαύτη κίνησις εδημιουργήθη εις την Μοσχόπολιν, ώστε πανταχόθεν της Ελλάδος συνέρρεον δι' εμπορικάς και εκπαιδευτικάς υποθέσεις. Υπολογίζεται δε ότι, κατά την ακμήν της Μοσχοπόλεως, ο αριθμός των κατοίκων της πόλεως ταύτης της Ηπείρου ανήλθεν εις τας εξήκοντα χιλιάδας ψυχών. Διά τοσούτων πλεονεκτημάτων κεκοσμημένη η Μοσχόπολις, εμφανίζεται ανυπέρβλητος, ως αξιοθαύμαστον μνημείον της Ηπείρου και πάσης της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος. Διά τα έξοχα δε αυτής προτερήματα, και διά την σπουδαιότητα των κατ' αυτήν διαλαμψάντων λογίων ανδρών, η πόλις αύτη της Δασσαρητίας εγένετο αντικείμενον θαυμασμού του πανελληνίου και εν γένει πάντων των λογίων της τότε πεπολιτισμένης Ευρώπης.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τω καιρώ εκείνω, η της Μοσχοπόλεως κατάστασις ήτο πολλώ της των άλλων Ελληνικών πόλεων καλλιτέρα και σχετικώς επίζηλος. Την φήμην ταύτην απέκτησεν η Μοσχόπολις υπέρ πάσας τας Ελληνικάς πόλεις ιδίως μετά την ίδρυσιν του Ελληνικού Τυπογραφείου, τω 1731, το οποίον υπήρξε δεύτερον μετά εκείνου της Κωνσταντινουπόλεως. Έκτοτε τοσούτον εξυψούτο η Μοσχόπολις, ώστε συντόμως ιδρύθη και Ελληνικόν Φροντιστήριον, το οποίον συν τω χρόνω απέβη μέγα φυτώριον του Ελληνισμού. Η σχολή αύτη βραδύτερον τελειοποιηθείσα μετωνομάσθη, τω 1744, Νέα Ακαδημία στεγαζομένη εις μεγαλοπρεπέστατον κτίριον με αξιόλογον βιβλιοθήκην, ένθα συνεκεντρούντο όλα τα μέχρι τότε υπάρχοντα συγγράμματα. Η σχολή αύτη της Μοσχοπόλεως μετωνομάσθη εις Νέαν Ακαδημίαν, διότι τα εν αυτή διδασκόμενα Ελληνικά, Φιλοσοφικά και Θεολογικά μαθήματα έφερον χαρακτήρα ακαδημαϊκόν.
Τοιαύτην πνευματικήν και φιλανθρωπικήν άνοδον εσημείωσαν οι Ηπειρώται ούτοι της Δασσαρητίας, ώστε τω 1750 ίδρυσαν και πτωχοκομείον εν Μοσχοπόλει. ''Η Μοσχόπολις, αναφέρει ο Κούμας, ενόσω ήκμαζεν, ημιλλάτο να γείνη έξαρχος του φωτισμού των Ελλήνων με τα κοινωφελή έργα της. Προ εκατόν περίπου ενιαυτών δεν διετήρει μόνον δύω σχολεία Ελληνικά, αλλά μετέφερεν από την Ευρώπην και τυπογραφείον, διά του οποίου εξέδιδε τα αναγκαία εις μάθησιν βιβλία''.
Εν ολίγαις λέξεσιν η Μοσχόπολις κατέστη μέγα βιοτεχνικόν και εμπορικόν κέντρον της τε Ηπείρου και της Μακεδονίας και ο τηλαυγέστατος πνευτικός φάρος του υπόδουλου Ελληνικού Έθνους, διότι εν τη πόλει ταύτη εγεννήθησαν άνδρες των επιστημών και των γραμμάτων, οίτινες διέλαμψαν ως διδάσκαλοι του απανταχού Ελληνισμού.
Ατυχώς όμως διά τον Ελληνισμόν, η τοιαύτη αλματώδης πολιτιστική, πνευματική, εμπορική και δημογραφική άνοδος της πόλεως ταύτης της ΒΑ Ηπείρου, προκάλεσε τον φθόνον των Τουρκαλβανών αρχιληστών, οίτινες τη παρωτρύνσει της τουρκικής κυβερνήσεως, κατέστρεψαν την Μοσχόπολιν εν έτει 1769. Μετά την καταστροφήν της Μοσχοπόλεως, οι κάτοικοι αυτής, άλλοι μεν μετηνάστευσαν προς την Βιέννην, Βουδαπέστην και αλλαχού, άλλοι δε ηύξησαν τον πληθυσμόν της Κορυτσάς. Βραδύτερον δε πολλοί εκ των διασκορπισθέντων Μοσχοπολιτών, συσσωρευθέντες πανταχόθεν εις την καταστραφείσαν πόλιν ταύτην της Δασσαρητίας συνώκησαν εκ νέου την Μοσχόπολιν, ήτις εκ νέου ήκμασε μέχρι τω 1916 οπότε εδοκίμασε παρόμοιαν καταστροφήν υπό των αξέστων Αλβανών κατακτητών. Οι Μοσχοπολίται διεκρίθησαν τόσον διά το εμπόριον όσον και διά το διαυγές πνεύμα και τον ακραιφνή πατριωτισμόν. Ο δέ Μοσχοπολίτης Κωνσταντίνος Χ. Σκενδέρης, όστις εν έτει 1928 συνέγραψε την ''Ιστορίαν της Αρχαίας και Συγχρόνου Μοσχοπόλεως'' εν ταις σελίσι 170-173, μεταξύ άλλων σημειοί και τα εξής αξιοσημείωτα:
''Υπό τοιούτου πατριωτισμού και αισθημάτων ενεφορούντο οι τον κόσμον διά του εμπορίου κατακτήσαντες κάτοικοι της ενδόξου εκείνης πόλεως!
Τα ήθη και έθιμα της τε πόλεως και απάσης της περιοικίδος είναι συνέχεια και αντιγραφή των αρχαίων ελληνικών τοιούτων. Την εξιστόρησιν και απαρίθμησιν αυτών δεν θα επήρκων σελίδες ολόκληροι να περιγράψωσι.
Συνοπτικώς σημειούμεν τα ολίγα ταύτα τα οποία αποδεικνύουν την μετά των Ελλήνων συγγένειαν, την οποίαν οι τας τύχας των μικρών εις χείρας έχοντες ισχυροί κατέγιναν να παραχαράξουν, οι δέ μισέλληνες Αλβανοί πλειοδοτούντες, νόθον την ιστορίαν να αποδείξουν καταγίνονται.
Αι τελεταί του γάμου, των κηδειών τα μοιρολόγια, οι χαιρετισμοί, τα συμπόσια κατ' ουδέν διαφέρουν των των αρχαίων ελλήνων.
Αρκεί να σημειώσωμεν τινά, μεταξύ των οποίων και τα πορθμεία του Χάρωνος, τα οποία μετά θρησκευτικής ευλαβείας εκ των μη εκφυλισθέντων εισέτι, μέχρι σήμερον τηρούνται ήτοι εις το στόμα του νεκρού θέτουν το λεγόμενον άσπρο ελάχιστον τμήμα του αργυρού τουρκικού νομίσματος. Εκ κηδείας επιστρέφοντες, νίπτουν εις την εξώθηραν τας χείρας επί δαυλού καιομένου. Οι αρχαίοι Έλληνες ένιπτον χείρας και πόδας. Οι γάμοι εγίνοντο ακριβώς όπως των αρχαίων με ουδεμίαν παραλλαγήν. Αναπόσπαστον μέρος της τελετής τούτων ήσαν και τα επιθαλάμια, άσματα αδόμενα την πρώτην νύχτα, καθ' ήν οι νεόνυμφοι κλειόμενοι εις την νυμφικήν παστάδα, ενανουρίζοντο υπό των ασμάτων τούτων. Εις το τμήμα Οπάρεως διατηρείται ακόμη εν πολύ αρχαιότερον έθιμον.
Οι νεόνυμφοι την πρώτην νύκτα, προτού δηλαδή γνωρισθώσιν έτρωγον, ή μάλλον εδάγκωνον, από κοινού μήλον, ως αρραβώνα τρόπον τινά, δεσμού αγάπης, ομονοίας. Το έθιμον τούτο είχε καθιερώσει κατά την αρχαιότητα ο Σόλων, όστις είχε θεσπίσει κυδώνιον.
Τι δέ περί των Νηρηίδων, των αρχαίων θεών, της οιωνοσκοπίας και οστεοσκοπίας, η οποία παρά τοις λησταίς εισέτι διατηρείται; Αλλά και αυτοί οι πανάρχαιοι όρκοι, διά των οποίων ομνύουσιν εις τας δυνάμεις της φύσεως, τον ουρανόν, την γην, την Σελήνην, τα άστρα, το ύδωρ της Στυγός, το πυρ κ.λπ., δεν είναι ικανοί ν' αποδείξουν την μετά του Ελληνισμού συγγένειαν;
Παραλείπομεν τας παιδιάς, αι οποίαι είναι ακριβής αντιγραφή των αρχαίων με ουδεμίαν παραλλαγήν.
Μήπως τα άσματα, κατά τα οποία άδοντος ενός υψιφώνου, μεθ' ενός βαθυφώνου έκαστον στίχον, των λοιπών μόνον παρακολουθούντων και τελευτώντων την στροφήν, δεν υπομιμνήσκουν των αρχαίων Ελλήνων την μουσικήν;
Αλλά και αυτή η όρχησις είναι η αυτή των αρχαίων, ως αποδεικνύεται εκ του πυρριχίου (τσάμικου) χορού μετά των στροφών, αλμάτων και υπτιασμών.
Εκτός τούτων και άλλα έθιμα, μεταξύ των οποίων και αι προπόσεις, (εντολή, κοινώς εις την εγχώριον γλώσσαν ντολή ονομαζομένη) αποδεικνύει, πόσον οι κάτοικοι εκείνοι στερρώς έχονται των αρχαίων ηθών και εθίμων''.
Τοιούτοι Έλληνες υπήρξαν οι φιλογενείς Μοσχοπολίται. Επανερχόμενοι δέ εις το θέμα της παιδείας υπογραμμίζομεν ότι εις πλούσιος Μοσχοπολίτης, ονόματι Ζώτος Λούρος, εγκατεστημένος και εμπορευόμενος εν Βιέννη, κατέθεσεν ογδοήκοντα χιλιάδας φράγκα διά την ανέγερσιν της Ελληνικής σχολής της Πρεμετής, ιδρυθείσαν τω 1778.
Πηγή: Βασιλείου Κυράνη, Ελληνο - Ηπειρωτικά, Τόμος Α', Εκδ. Μαίανδρος, σελ. 522-525.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου