Είναι γνωστό ότι η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά διαθέτει μια απ’ τις πλουσιότερες σε αρχαία χειρώγραφα συλλογές στον κόσμο. Τις τελευταίες δε δεκαετίες έλκει το ενδιαφέρον κορυφαίων επιστημόνων στον τομέα αυτό απ’ όλο τον κόσμο. Στην ουσία η Βιβλιοθήκη της Μονής Σινά έχει μετατραπεί σε ένα πραγματικό εργαστήριο έρευνας με τις πλέον εξελιγμένες μεθόδους φασματογραφίας των αρχαίων κειμένων προκειμένου την μελέτη των παλαιότερων στρωματώσεων στα παλίμψιστα, αλλά και στην βελτίωση των μεθόδων συντήρησης χειρογράφων είτε πρόκειται για πάπυρους ή περγαμηνές ή και χάρτινα ακόμη. Οι δε ανακοινώσεις κατά τακτά διαστήματα απ’ τους επιστήμονες – ερευνητές διαδέχονται κατακλειστικά η μια την άλλη.
Ενδιαφέρον μεταξύ των άλλων παρουσιάζει η μελέτη που από τη δεκαετία του 80-90 συνεχίζει η Ακαδημία Επιστημών και δη το Ινστιτούτου Χειρογράφων αυτής, της Γεωργίας, πάνω στους Γεωργιανούς Κώδικες του Σινά. Τη συλλογή αυτών των χειρογράφων, σπουδαίας ιστορικής, γραφολογικής και εκκλησιαστικής σημασίας είχε εντοπίσει ως Βιβλιοθηκάριος τότε της Μονής ο νυν Μητροπολίτης Αργυροκάστρου κ. Δημήτριος. Επιστήμονες του τομέα των χειρογράφων και παλαιογράφων αναφέρουν ότι στον συγκεκριμένο ωφείλονται πολλά όχι μόνο σε ότι αφορά στα Γεωργιανά χειρόγραφα αλλά στην εν γένει εξεύρεση, καταγραφή, συστηματοποίηση και στην ουσία διάσωση του θυσαυρού της Μονής Σινά σε αρχαία κείμενα,χειρόγραφα, πλουσιότερες, εξελιγμένες, παλαιότερων, χειρογράφων, πάπυρους, περγαμηνές, συστηματοποίηση, χειρογράφων, - διόρθωσε και αυτά στο άλλο άρθρο.
Το Ίδρυμα του Όρους Σινά, το Πατριαρχείο της Γεωργίας και το Ινστιτούτο Χειρογράφων της Ακαδημίας της Γεωργίας εξέδωσε το 2005 ένα τόμο – Κατάλογο των Γεωργιανών Χειρογράφων του Σινά. Πρόκειται για τον πρώτο σημαντικό σταθμό πολυετούς εργασίας ειδικής ομάδας επιστημόνων της Γεωργιανής Ακαδημίας Επιστημών, που κατέστη δυνατή κατόπιν της συμφωνίας μεταξύ του Πατριαρχείου της Γεωργίας και της Αρχιεπισκοπής του Όρους Σινά που υπεγράφη το 1985.
Στην έκδοση λοιπόν αυτή μεταξύ άλλων επισημαίνεται η σπουδαιότητα της εξεύρεσης δύο πολυσέλιδων χειργραφών (κωδικοποιημένα αναφέρονται ως Sin Geo N 13 και Sin Geo N 55) τα οποία είναι παλίμψηστα και η πρώτη τους γραφή είναι στην Αλβανική του Καυκάσου. Η ομάδα επιστημόνων, που συνεχίζει την έρευνα πάνω σ’ αυτά, τα θεωρεί απ’ τα σημαντικότερα χειρόγραφα που ρίχνουν φως πάνω στην ιστορία των Αλβανών του Καυκάσου, τη γραφή τους, την εξέλιξη του εκχριστιανισμού τους και άλλα σχετικά. Με τα χειρόγραφα αυτά τεκμηριώνεται απόλυτα ότι ο λαός αυτός άκμαζε στην Υπερκαυκασία έως και τον 10ο αιώνα μ. Χ.
Τι όμως αναφέρεται στην έκδοση της Ακαδημίας Επιστημών της Γεωργίας; «...Τα νεοευρεθέντα χειρόγραφα επεφύλαξαν και μίαν άλλην απροσδόκητον έκπληξιν. Ο κώδιξ Sin.Geo.N. 13, όπως ήδη προανεφέρθη, ευρέθη παλίμψηστος. Το αρχικόν κείμενον του κώδικος, ο οποίος περιλαμβάνει 107 φύλλα, δεν είναι Γεωργιανόν. Εν μέρος του κειμένου αυτού είναι Αρμενικόν, αλλά το μεγαλύτερο του τμήμα λεχει γραφεί με την γραφήν του αλφαβήτου των Αλβανών του Καυκάσου. Η εν Καυκάσω Αλβανία υπήρξε Χριστιανικόν κράτος εις την βοεριοανατολικήν πλευράν της Υπερκαυκασίας, το οποίον και εξηφανίσθη μετά τας επιδρομάς των Αράβων. Την Αλβανία του Καυκάσου αναφέρουν συχνά οι ιστορικοί του Μεσαίωνος και ιδιαιτέρως οι Αρμένιοι χρονογράφοι. Από τα έργα των φαίνεται ότι οι Αλβανοί του Καυκάσου είχον ιδικήν των γλώσσαν και γραφήν, αλλά σήμερον έχουν απωλεσθή πλήρως. Η γλώσσα των Ουδών την οποία ομιλεί μικρά ομάς, και συγκεκριμένως ο πληθυσμός τριών χωριών εις την Γεωργίαν και το Αζερμπαϊτζάν, είναι η μόνη γλώσσα ήτις θεωρείται διάδοχος ή συγγενής της Αλβανικής του Καυκάσου.
Την Αλβανικής γραφήν ανακάλυψε ο Ilia Aboladze το 1937 εις εν χειρόγραφον του Matenadaran, το οποίον περιελάμβανεν παραδείγματα πολλών και διαφόρων αλφαβήτων. Εξεφράσθη η γνώμη ότι τα γράμματα της Αλβανικής είχαν παραμορφοθεί λόγω της πολλής αντιγραφής υπό των γραφέων, οι οποίοι δεν κατείχον καλώς την τέχνην της αντιγραφής, εάν κρίνη κανείς εκ του γεγονότος ότι είχον παραμορφωθή και άλλα γράμματα, γνωστών αλφαβήτων. Αι αρχαιλογικαί ανακαλύψεις εις το έδαφος του Αζερμπαϊτζάν, της περιόδου 1948-1952, επαρουσίασαν νέον υλικόν με επιγραφικά μνημεία, η αποκρυπτογράφησις των οποίων δεν έχει ολοκληρωθεί έως σήμερον. Με τα αλβανικά του Καυκάσου ησχολήθη και ο ακαδημαϊκός A. Shanidze, εδημοσίευσε δε περί τα ζητήματα αυτά σημαντικάς μελέτας.
Ο Κώδικας Sin.Geo.N 13 και Sin.Geo.N.55 είναι τα πρώτα χειρόγραφα εις τα οποία διεσώθησαν κείμενα, κείμενα τα οποία εγράφησαν εις την Αλβανικήν γλώσσαν του Καυκάσου. Τα νεώτερα κείμενα αμφοτέρων των παλλιμψήστων έχουν γραφή υπό του ιδίου γραφέως. Φαίνεται ότι αυτός ο γραφεύς έλαβε και εχρησιμοποίησεν εν Αλβανικόν χειρόγραφον ως γραφικήν ύλην δι αμφοτέρους τους κώδικας. Το αρχαίον Αλβανικόν κείμενον κατέγραψεν πεπειραμένος και «επαγγελματίας» γραφεύς. Ο κώδιξ έχει δίστηλον κείμενον με παχέα και ωραία γράμματα. Εις το κείμενον διακρίνονται ακόμη και σημεία στίξεως και συντμήσεις. Η αποκρυπτογράφησις του Αλβανικού κειμένου δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ο καθηγητής Z. Aleksidze ανεκάλυψεν, όμως ότι το σοζώμενον Αλβανικόν κείμενον είναι του Lectionary με αναγνώσματα εκ της Καινής Διαθήκης. Αναμφιβόλως, η ανακάληψις των Σιναϊτικών αυτών παλιμψήστων δημιουργεί νέαν προοπτικήν εις την μελέτην της Αλβανικής γραφής του Καυκάσου...»
Ο προαναφερθής καθηγητής Aleksidze έχει καταρτίσει και λεξολόγιο – γλωσσάριο για την ανάγνωση της Αλβανικής του Καυκάσου.
Ας σημειωθεί ότι καίτι θεωρούμενη μη - συμβατική στους επιστημονικούς κύκλους ενυπάρχει και ερευνάτε σαν ενδεχόμενο τ’ Αλβανικά φύλλα του Καυκάσου να έχουν σχέση με τα σημερινά της Βαλκανικής. Όσοι ιστορικοί και ερευνητές συμμερίζονται την άποψη αυτή στηρίζουν τις απόψεις τους στο γεγονός ότι τα φύλλα των Αλβανών του Καυκάσου ακολουθούν την παρά το Δούναβη διαδρομή. Η μετακίνηση τους γίνεται τον 10-11 αιώνα και περίπου εκείνη την εποχή εμφανίζονται και πληροφορίες για Αλβανούς εντός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η παρά τον Δούναβη διαδρομή ίσως να τεκμηριώνει επίσης την εγγύτητα της σημερινής αλβανικής των Βαλκανίων με την Ρουμανική, δηλαδή το ενδεχόμενο να έχουν διαμορφωθεί σε κοινό γεωγραφικό χώρο κατά την στάση των φυλλών του Καυκάσου πριν την κάθοδο στη δυτική Βαλκανική.
Προφανώς όλα τούτα έχουν καθαρά επιστημονικό ενδιαφέρον και τίποτε πέραν τούτου. Από πλευράς της επιστημονικής τάξης της Αλβανίας όλη αυτή η θεωρία και υπόθεση καταρρίπτεται διότι αντίκειται στην θεωρία της συνέχειας των Ιλλυριών και της ιστορικής αυτοχονίας στη Βαλκανική. Ο Ενβέρ Χότζα στα πλαίσια συνάντησης του με τον Στάλιν είχε αναφέρει κάτι περί των Αλβανών του Καυκάσου ενδεχομένως να καλοπιάσει το Στάλιν. Ωστόσο στα απομνημονεύματα του αναφέρει ότι ο Στάλιν ρώτησε ιστορικούς ακαδημαϊκούς οι οποίοι απέρριψαν πάραυτα το ενδεχόμενο συγγένειας των Αλβανών του Καυκάσου μ’ αυτούς της Βαλκανικής χερσονήσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου