Ελευθερία Κ. ΜΑΝΤΑ
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ
Ελλάδα και Αλβανία: 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας (1945-1991)
Πρόλογος: Βασίλης Κόντης
Εκδόσεις Literatus
Σελ. 497
ISBN 978-618-82114-0-7
24×17 εκ. Τιμή 25,00€
Ελλάδα και Αλβανία: 50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας (1945-1991)
Πρόλογος: Βασίλης Κόντης
Εκδόσεις Literatus
Σελ. 497
ISBN 978-618-82114-0-7
24×17 εκ. Τιμή 25,00€
Εγώ θα περιοριστώ να μιλήσω περισσότερο για το βιβλίο του Σταύρου Ντάγιου, λέγοντας εξαρχής ότι εγώ τον Σταύρο τον γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια και γι’ αυτό θα μιλήσω σήμερα για το βιβλίο του Σταύρου, δεν μπορώ να τον λέω κύριο Ντάγιο, μου είναι πολύ κρύο και πολύ μακρινό. Αυτό που ξέρω για τον Σταύρο και που συζητούσαμε εξ αρχής αλλά και στην πορεία της συγγραφής του βιβλίου, είναι ότι για τον ίδιο αποτελεί ένα έργο ζωής και νομίζω ότι το κείμενο το αποδεικνύει.
Θα αποφύγω να το περιγράψω, νομίζω ότι είναι πάρα πολύ προφανές. Πραγματεύεται τις σχέσεις τις Ελλάδας με την Αλβανία στα χρόνια που αναφέρει στο εξώφυλλο. Σε δύο μεγάλα μέρη. Το πρώτο γενικότερα για την Αλβανία και την πορεία της στην περιοχή, αλλά και στις διεθνείς σχέσεις, και το δεύτερο κομμάτι, πολύ αναλυτικότερα, για την ελληνική μειονότητα. Αυτό είναι το προφανές και δεν θα καταχραστώ άλλο το χρόνο σας. Θα περιορίσω τον εαυτό μου στο να επισημάνω μερικά από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου και στη σημερινή παρουσίαση νομίζω ακούστηκαν κάποια, αλλά πρέπει να τονιστούν ιδιαίτερα, γιατί είναι πραγματικά το σημείο στο οποίο η συμβολή του προσμετράται πολύ θετικά.
Το πρώτο, και με αυτό ξεκίνησε και ο κύριος Κόντης, απλώς θέλω να επανέλθω, δυνατό σημείο του βιβλίου είναι η μεγάλη δουλειά, το πάρα πολύ υλικό, οι πάρα πολλές πληροφορίες, τις οποίες ο Σταύρος αντλεί όχι απ’ όπου βρει, αλλά πήγε κατευθείαν στην πηγή. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που υλικό από τόσο πολλά αρχεία συμπυκνώνεται σε ένα βιβλίο. Κι αν θέλετε θα αφήσω στην άκρη τα ελληνικά, δεν θεωρώ ότι είναι πιο εύκολο να συγκεντρώσει κανείς υλικό από αυτά, ας πούμε όμως ότι είναι εδώ, δικά μας. Θα σας αναφέρω, πέρα από τα αλβανικά, τα οποία είναι το προφανές ότι έχει δει, και από πολλές πηγές. Παραθέτει υλικό από αρχεία της Σλοβενίας, της ΠΓΔΜ, για να περιοριστούμε στη γειτονιά μας, και βεβαίως των «δυνατών» της εποχής, Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ.
Το καινούριο υλικό επομένως που υπάρχει στο βιβλίο από αυτά είναι πάρα πολύ. Σε κάποια στιγμή στην Εισαγωγή του ο Σταύρος επισημαίνει και τις δυσκολίες που έχει κανείς, ένας ιστορικός, για να συγκεντρώσει το υλικό από τέτοιες πηγές. Ο τρόπος με τον οποίο το καταθέτει αυτό ο Σταύρος είναι μάλλον πολύ λίγο αποκαλυπτικός. Όποιος έχει περάσει από αυτή τη διαδρομή, την ανάγκη να προσεγγίσει τα αρχεία και να συγκεντρώσει το υλικό, καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ. Δεν είναι μόνο οι τεχνικές δυσκολίες, δεν είναι ότι πρέπει να ταξιδέψεις, δεν είναι το οικονομικό. Είναι που πρέπει να αντιμετωπίσεις πολλές φορές τις εμπάθειες, τις δυσκολίες που εσκεμμένα τις περισσότερες φορές ή αθέλητα κάποιες άλλες, θα παρεμποδίσουν πολύ το δρόμο σου. Ευτυχώς για τον Σταύρο, αυτό φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό, μετά από κόπο βέβαια, κατάφερε να το ξεπεράσει.
Το αποτέλεσμα ποιο είναι; Θα σας δώσω μόνο ένα δύο παραδείγματα, για να μην σας κουράζω κιόλας. Αν παρατηρήσετε τα τμήματα εκείνα του κειμένου που αφορούν τα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα ξεφυλλίσετε, ρίξτε μια ματιά κάτω στις παραπομπές, θα δείτε ότι είναι σχεδόν αποκλειστικά από υλικό που προέρχεται κατευθείαν από αρχειακές πήγες και όχι από άλλες δευτερεύουσες. Αυτό από μόνο του αναδεικνύει το μέγεθος της δουλειάς που έχει γίνει. Μιλάω για τα κομμάτια που αφορούν, φυσικά, την εξέλιξη της ελληνικής μειονότητας και κυρίως την πολιτική του αλβανικού κράτους κατά τη χοτζική περίοδο, απέναντι στη μειονότητα αυτή. Για πολύ καιρό λέγαμε ότι δεν έχουμε τεκμήρια για τις πιέσεις που υφίσταντο οι Έλληνες εντός τις Αλβανίας. Τώρα, λοιπόν, έχουμε. Και ό,τι μέχρι πρότινος το αναφέραμε μόνο βασιζόμενοι σε προφορικές μαρτυρίες, τώρα πια αποδεικνύεται περίτρανα. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα τμήματα εκείνα του βιβλίου στα οποία ο Σταύρος περιγράφει την εποχή μετά το 1946, τη διεθνή θέση της Αλβανίας, τη σχέση της με τις άλλες δυνάμεις κτλ. Όλα αυτά τα επισημαίνω για να δείξω το μέγεθος της άγνοιας που εν πολλοίς είχαμε, από πρωτογενές υλικό που για πρώτη φορά έρχεται στα χέρια μας μέσα από τη δουλειά που έχει κάνει ο Σταύρος.
Το δεύτερο στοιχείο, στο οποίο θέλω να μείνω, εκτός από το αρχειακό υλικό, είναι η πλούσια βιβλιογραφία. Ο Σταύρος έχει διαβάσει σχεδόν τα πάντα. Ό,τι έχει γραφτεί τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες δεκαετίες καλύτερα, σχετικά με το θέμα Αλβανία, μειονότητα, διεθνείς σχέσεις, ευρωπαϊκές δυνάμεις, ευρωπαϊκή πολιτική, ισορροπίες στην περιοχή κτλ. Δεν περιορίζεται όμως να μας δώσει την πληροφορία που έχουν συγκεντρώσει κάποιοι άλλοι. Ο Σταύρος συνομιλεί με τη βιβλιογραφία. Κάνει μια πολύ σημαντική διάκριση μεταξύ της βιβλιογραφίας, της αλβανικής και της ελληνικής. Για την πρώτη αναφέρει, και είναι πολύ γνωστό σε εμάς που έχουμε ασχοληθεί με τα θέματα αυτά, καθιερωμένους μύθους, στερεότυπα τα οποία εδώ και δεκαετίες προβάλλονται και αναμασώνται από την αλβανική βιβλιογραφία. Η δική του συμβολή βρίσκεται στο γεγονός ότι ο ίδιος τα καταρρίπτει όλα αυτά με επιχειρήματα που προέρχονται κατεξοχήν από τα ίδια τα αλβανικά αρχεία. Και πάλι θα σας αναφέρω μόνο ένα μικρό παράδειγμα για να μην σας κουράζω. Για ένα θέμα, όμως, που πολύ συχνά τα τελευταία 20-25 χρόνια έρχεται στη δημοσιότητα κατά καιρούς, ιδίως όταν γίνεται λόγος για τις περιπτώσεις των διαφορών στις ελληνοαλβανικές σχέσεις: Ο γνωστός μύθος περί του ότι η Αλβανία το 1939-1940 ήταν μια χώρα κατακτημένη από την Ιταλία, άρα δεν ήταν εκείνη η οποία ‘ήρξατο χειρών αδίκων’, δεν ήταν εκείνη η οποία κήρυξε τον πόλεμο πρώτη στην Ελλάδα, επομένως δεν πρέπει να θεωρείται χώρα εχθρική και αυτό για το διεθνές δίκαιο σημαίνει πολλά πράγματα. Ο Σταύρος έρχεται να παραθέσει ακριβώς τις αποφάσεις, τις νομοθετικές διατάξεις, με τις οποίες αυτοί οι μύθοι που προβάλλονται από την αλβανική βιβλιογραφία καταρρίπτονται πια μια και έξω, και αποδεικνύει πως με τους νόμους του 1940 η Αλβανία η ίδια αποφασίζει να συμμετάσχει ως εμπόλεμη χώρα στο πλευρό της Ιταλίας κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Ελλάδα.
Δεν θα σταθώ όμως μόνο στην αλβανική βιβλιογραφία για να μη θεωρηθώ μονομερής. Ο Σταύρος επιχειρεί να αποκαταστήσει στρεβλώσεις και μύθους που επίσης για χρόνια υπάρχουν και στην ελληνική βιβλιογραφία και σε πολλές περιπτώσεις αυτό οφειλόταν και στην άγνοιά μας ακριβώς λόγω της απομόνωσης και της έλλειψης στοιχείων που για πολλές δεκαετίες υπήρχε εξαιτίας των ανύπαρκτων σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Αυτά τα κενά, αυτές τις στρεβλώσεις επίσης επιχειρεί να αποκαταστήσει και να συστηματοποιήσει. Ο Σταύρος έχει δίκιο όταν γράφει σε ένα σημείο του βιβλίου: «Πολλές θέσεις της ελληνικής κατεστημένης ιστοριογραφίας είναι επίσης αποστεωμένες ίσως και αναχρονιστικές. Η θέαση της ιστορικής πραγματικότητας αναδεικνύει μία εμφανή υπεροπτική τάση, πολλές φορές και προχειρότητες». Έχει δίκιο όταν το διαπιστώνει αυτό.
Το τρίτο σημείο. Δεν παραθέτει μόνο στοιχεία, δεν συνομιλεί μόνο με τη βιβλιογραφία. Ο ίδιος έχει άποψη πάνω στο θέμα. Δεν καταγράφει απλά, αλλά κρίνει, συνθέτει και ανασυνθέτει. Καταθέτει τα δικά του συμπεράσματα, θα το παρατηρήσετε στο τέλος κάθε κεφαλαίου, κάθε ενότητας. Έχει κάτι προσωπικό να πει για την κάθε περίπτωση, για την κάθε εποχή. Και αυτή είναι η πιο σημαντική κατάθεση ενός συγγραφέα. Η συμπύκνωση της προσωπικής του άποψης, νομίζω κατά τον καλύτερο τρόπο, είναι ο τίτλος του βιβλίου: «50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας». Η λέξη δυσπιστία νομίζω είναι η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσε να είχε γίνει αν ήθελε κανείς να χαρακτηρίσει τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, όχι μόνο για τα 50 χρόνια αλλά για πολλά περισσότερα.
Και τελευταίο σημείο, για μένα όμως πάρα πολύ σημαντικό. Το βιβλίο δεν έχει μόνο άποψη. Ο Σταύρος δεν έχει μόνο άποψη, έχει ευτυχώς για μας και συναίσθημα. Και αναδεικνύεται πολλές φορές αυτό μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Καταρχάς, το συναίσθημα υπάρχει αλλά δεν θολώνει την κριτική και επιστημονική του ματιά. Αντίθετα, δίνει την απαραίτητη εκείνη συμβολή που περιμένει ο αναγνώστης από έναν συγγραφέα που είναι βέβαια ιστορικός επιστήμονας αλλά ταυτόχρονα είναι και Βορειοηπειρώτης. Χωρίς την προσωπική του κατάθεση ψυχής, αυτό το βιβλίο θα ήταν αποστεωμένο. Το συγκεκριμένο βιβλίο θα μπορούσε να το είχε γράψει και το έχει γράψει μόνο ο Σταύρος Ντάγιος. Ευθύς εξ αρχής δηλώνει ξεκάθαρα: «Η επιστημονική στάση του βιβλίου είναι διττή. Να φέρει στο φως νέα στοιχεία και ιστορικά τεκμήρια, αλλά και να αναδιατάξει, να αντιπαραβάλει και να συγκρίνει τα ήδη υπάρχοντα προς ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας και την αποκατάσταση της συλλογικής μνήμης». Νομίζω ότι ο στόχος του επιτεύχθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο.
Θα αποφύγω να το περιγράψω, νομίζω ότι είναι πάρα πολύ προφανές. Πραγματεύεται τις σχέσεις τις Ελλάδας με την Αλβανία στα χρόνια που αναφέρει στο εξώφυλλο. Σε δύο μεγάλα μέρη. Το πρώτο γενικότερα για την Αλβανία και την πορεία της στην περιοχή, αλλά και στις διεθνείς σχέσεις, και το δεύτερο κομμάτι, πολύ αναλυτικότερα, για την ελληνική μειονότητα. Αυτό είναι το προφανές και δεν θα καταχραστώ άλλο το χρόνο σας. Θα περιορίσω τον εαυτό μου στο να επισημάνω μερικά από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου και στη σημερινή παρουσίαση νομίζω ακούστηκαν κάποια, αλλά πρέπει να τονιστούν ιδιαίτερα, γιατί είναι πραγματικά το σημείο στο οποίο η συμβολή του προσμετράται πολύ θετικά.
Το πρώτο, και με αυτό ξεκίνησε και ο κύριος Κόντης, απλώς θέλω να επανέλθω, δυνατό σημείο του βιβλίου είναι η μεγάλη δουλειά, το πάρα πολύ υλικό, οι πάρα πολλές πληροφορίες, τις οποίες ο Σταύρος αντλεί όχι απ’ όπου βρει, αλλά πήγε κατευθείαν στην πηγή. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που υλικό από τόσο πολλά αρχεία συμπυκνώνεται σε ένα βιβλίο. Κι αν θέλετε θα αφήσω στην άκρη τα ελληνικά, δεν θεωρώ ότι είναι πιο εύκολο να συγκεντρώσει κανείς υλικό από αυτά, ας πούμε όμως ότι είναι εδώ, δικά μας. Θα σας αναφέρω, πέρα από τα αλβανικά, τα οποία είναι το προφανές ότι έχει δει, και από πολλές πηγές. Παραθέτει υλικό από αρχεία της Σλοβενίας, της ΠΓΔΜ, για να περιοριστούμε στη γειτονιά μας, και βεβαίως των «δυνατών» της εποχής, Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ.
Το καινούριο υλικό επομένως που υπάρχει στο βιβλίο από αυτά είναι πάρα πολύ. Σε κάποια στιγμή στην Εισαγωγή του ο Σταύρος επισημαίνει και τις δυσκολίες που έχει κανείς, ένας ιστορικός, για να συγκεντρώσει το υλικό από τέτοιες πηγές. Ο τρόπος με τον οποίο το καταθέτει αυτό ο Σταύρος είναι μάλλον πολύ λίγο αποκαλυπτικός. Όποιος έχει περάσει από αυτή τη διαδρομή, την ανάγκη να προσεγγίσει τα αρχεία και να συγκεντρώσει το υλικό, καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ. Δεν είναι μόνο οι τεχνικές δυσκολίες, δεν είναι ότι πρέπει να ταξιδέψεις, δεν είναι το οικονομικό. Είναι που πρέπει να αντιμετωπίσεις πολλές φορές τις εμπάθειες, τις δυσκολίες που εσκεμμένα τις περισσότερες φορές ή αθέλητα κάποιες άλλες, θα παρεμποδίσουν πολύ το δρόμο σου. Ευτυχώς για τον Σταύρο, αυτό φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό, μετά από κόπο βέβαια, κατάφερε να το ξεπεράσει.
Το αποτέλεσμα ποιο είναι; Θα σας δώσω μόνο ένα δύο παραδείγματα, για να μην σας κουράζω κιόλας. Αν παρατηρήσετε τα τμήματα εκείνα του κειμένου που αφορούν τα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα ξεφυλλίσετε, ρίξτε μια ματιά κάτω στις παραπομπές, θα δείτε ότι είναι σχεδόν αποκλειστικά από υλικό που προέρχεται κατευθείαν από αρχειακές πήγες και όχι από άλλες δευτερεύουσες. Αυτό από μόνο του αναδεικνύει το μέγεθος της δουλειάς που έχει γίνει. Μιλάω για τα κομμάτια που αφορούν, φυσικά, την εξέλιξη της ελληνικής μειονότητας και κυρίως την πολιτική του αλβανικού κράτους κατά τη χοτζική περίοδο, απέναντι στη μειονότητα αυτή. Για πολύ καιρό λέγαμε ότι δεν έχουμε τεκμήρια για τις πιέσεις που υφίσταντο οι Έλληνες εντός τις Αλβανίας. Τώρα, λοιπόν, έχουμε. Και ό,τι μέχρι πρότινος το αναφέραμε μόνο βασιζόμενοι σε προφορικές μαρτυρίες, τώρα πια αποδεικνύεται περίτρανα. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα τμήματα εκείνα του βιβλίου στα οποία ο Σταύρος περιγράφει την εποχή μετά το 1946, τη διεθνή θέση της Αλβανίας, τη σχέση της με τις άλλες δυνάμεις κτλ. Όλα αυτά τα επισημαίνω για να δείξω το μέγεθος της άγνοιας που εν πολλοίς είχαμε, από πρωτογενές υλικό που για πρώτη φορά έρχεται στα χέρια μας μέσα από τη δουλειά που έχει κάνει ο Σταύρος.
Το δεύτερο στοιχείο, στο οποίο θέλω να μείνω, εκτός από το αρχειακό υλικό, είναι η πλούσια βιβλιογραφία. Ο Σταύρος έχει διαβάσει σχεδόν τα πάντα. Ό,τι έχει γραφτεί τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες δεκαετίες καλύτερα, σχετικά με το θέμα Αλβανία, μειονότητα, διεθνείς σχέσεις, ευρωπαϊκές δυνάμεις, ευρωπαϊκή πολιτική, ισορροπίες στην περιοχή κτλ. Δεν περιορίζεται όμως να μας δώσει την πληροφορία που έχουν συγκεντρώσει κάποιοι άλλοι. Ο Σταύρος συνομιλεί με τη βιβλιογραφία. Κάνει μια πολύ σημαντική διάκριση μεταξύ της βιβλιογραφίας, της αλβανικής και της ελληνικής. Για την πρώτη αναφέρει, και είναι πολύ γνωστό σε εμάς που έχουμε ασχοληθεί με τα θέματα αυτά, καθιερωμένους μύθους, στερεότυπα τα οποία εδώ και δεκαετίες προβάλλονται και αναμασώνται από την αλβανική βιβλιογραφία. Η δική του συμβολή βρίσκεται στο γεγονός ότι ο ίδιος τα καταρρίπτει όλα αυτά με επιχειρήματα που προέρχονται κατεξοχήν από τα ίδια τα αλβανικά αρχεία. Και πάλι θα σας αναφέρω μόνο ένα μικρό παράδειγμα για να μην σας κουράζω. Για ένα θέμα, όμως, που πολύ συχνά τα τελευταία 20-25 χρόνια έρχεται στη δημοσιότητα κατά καιρούς, ιδίως όταν γίνεται λόγος για τις περιπτώσεις των διαφορών στις ελληνοαλβανικές σχέσεις: Ο γνωστός μύθος περί του ότι η Αλβανία το 1939-1940 ήταν μια χώρα κατακτημένη από την Ιταλία, άρα δεν ήταν εκείνη η οποία ‘ήρξατο χειρών αδίκων’, δεν ήταν εκείνη η οποία κήρυξε τον πόλεμο πρώτη στην Ελλάδα, επομένως δεν πρέπει να θεωρείται χώρα εχθρική και αυτό για το διεθνές δίκαιο σημαίνει πολλά πράγματα. Ο Σταύρος έρχεται να παραθέσει ακριβώς τις αποφάσεις, τις νομοθετικές διατάξεις, με τις οποίες αυτοί οι μύθοι που προβάλλονται από την αλβανική βιβλιογραφία καταρρίπτονται πια μια και έξω, και αποδεικνύει πως με τους νόμους του 1940 η Αλβανία η ίδια αποφασίζει να συμμετάσχει ως εμπόλεμη χώρα στο πλευρό της Ιταλίας κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Ελλάδα.
Δεν θα σταθώ όμως μόνο στην αλβανική βιβλιογραφία για να μη θεωρηθώ μονομερής. Ο Σταύρος επιχειρεί να αποκαταστήσει στρεβλώσεις και μύθους που επίσης για χρόνια υπάρχουν και στην ελληνική βιβλιογραφία και σε πολλές περιπτώσεις αυτό οφειλόταν και στην άγνοιά μας ακριβώς λόγω της απομόνωσης και της έλλειψης στοιχείων που για πολλές δεκαετίες υπήρχε εξαιτίας των ανύπαρκτων σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Αυτά τα κενά, αυτές τις στρεβλώσεις επίσης επιχειρεί να αποκαταστήσει και να συστηματοποιήσει. Ο Σταύρος έχει δίκιο όταν γράφει σε ένα σημείο του βιβλίου: «Πολλές θέσεις της ελληνικής κατεστημένης ιστοριογραφίας είναι επίσης αποστεωμένες ίσως και αναχρονιστικές. Η θέαση της ιστορικής πραγματικότητας αναδεικνύει μία εμφανή υπεροπτική τάση, πολλές φορές και προχειρότητες». Έχει δίκιο όταν το διαπιστώνει αυτό.
Το τρίτο σημείο. Δεν παραθέτει μόνο στοιχεία, δεν συνομιλεί μόνο με τη βιβλιογραφία. Ο ίδιος έχει άποψη πάνω στο θέμα. Δεν καταγράφει απλά, αλλά κρίνει, συνθέτει και ανασυνθέτει. Καταθέτει τα δικά του συμπεράσματα, θα το παρατηρήσετε στο τέλος κάθε κεφαλαίου, κάθε ενότητας. Έχει κάτι προσωπικό να πει για την κάθε περίπτωση, για την κάθε εποχή. Και αυτή είναι η πιο σημαντική κατάθεση ενός συγγραφέα. Η συμπύκνωση της προσωπικής του άποψης, νομίζω κατά τον καλύτερο τρόπο, είναι ο τίτλος του βιβλίου: «50 χρόνια αμοιβαίας δυσπιστίας». Η λέξη δυσπιστία νομίζω είναι η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσε να είχε γίνει αν ήθελε κανείς να χαρακτηρίσει τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, όχι μόνο για τα 50 χρόνια αλλά για πολλά περισσότερα.
Και τελευταίο σημείο, για μένα όμως πάρα πολύ σημαντικό. Το βιβλίο δεν έχει μόνο άποψη. Ο Σταύρος δεν έχει μόνο άποψη, έχει ευτυχώς για μας και συναίσθημα. Και αναδεικνύεται πολλές φορές αυτό μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Καταρχάς, το συναίσθημα υπάρχει αλλά δεν θολώνει την κριτική και επιστημονική του ματιά. Αντίθετα, δίνει την απαραίτητη εκείνη συμβολή που περιμένει ο αναγνώστης από έναν συγγραφέα που είναι βέβαια ιστορικός επιστήμονας αλλά ταυτόχρονα είναι και Βορειοηπειρώτης. Χωρίς την προσωπική του κατάθεση ψυχής, αυτό το βιβλίο θα ήταν αποστεωμένο. Το συγκεκριμένο βιβλίο θα μπορούσε να το είχε γράψει και το έχει γράψει μόνο ο Σταύρος Ντάγιος. Ευθύς εξ αρχής δηλώνει ξεκάθαρα: «Η επιστημονική στάση του βιβλίου είναι διττή. Να φέρει στο φως νέα στοιχεία και ιστορικά τεκμήρια, αλλά και να αναδιατάξει, να αντιπαραβάλει και να συγκρίνει τα ήδη υπάρχοντα προς ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας και την αποκατάσταση της συλλογικής μνήμης». Νομίζω ότι ο στόχος του επιτεύχθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο.
Η Ελευθερία Κ. ΜΑΝΤΑ είναι Λέκτορας Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ.
http://blog.literatus.gr/?p=679
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου