Αξιότιμοι προσκεκλημένοι, αγαπητές και αγαπητοί φίλοι και
συμπατριώτες,
Σ ΄ αυτούς τους καιρούς που ζούμε, με τα οικονομικά
προβλήματα και όλα τα άλλα που μας καταδυναστεύουν τα τελευταία χρόνια, είναι
ίσως δύσκολο να στρέψουμε το νου πίσω και να γιορτάσουμε Επετείους, σαν κι
αυτήν που γιορτάζουμε σήμερα. Η Ελλάδα μας, περνάει, για μια ακόμη φορά στην
ιστορία της, μια μεγάλη δοκιμασία, οικονομική μεν, αλλά που μοιάζει πολύ με
πόλεμο. Γιατί είναι κάποιοι που λένε -και όχι άδικα- ότι η Πολιτική είναι το
όπλο, αλλά η Οικονομία είναι αυτή που πατάει τη σκανδάλη. Βρισκόμαστε σήμερα σε
μια κατάσταση όπου, για λόγους τόσο δικής μας ευθύνης, όσον και των εταίρων μας
στην ευρωζώνη, ο οικονομικός εφιάλτης κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας. Αυτή η
κατάσταση διαρκεί τουλάχιστον πέντε χρόνια τώρα και, ανεξάρτητα από τις
επίπονες και επίμονες προσπάθειες της νέας Κυβέρνησης, μάλλον δεν θα τελειώσει
ούτε εύκολα, ούτε γρήγορα.
Όμως, ακριβώς για τα παραπάνω, νομίζω ότι είναι, σήμερα,
κατάλληλη ευκαιρία να μεταφερθούμε νοητά στο 1821. Για να κάνουμε μια σύγκριση
και να αντλήσουμε ελπίδα για το μέλλον. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του
μεγαλείου των απλών ανθρώπων που έζησαν τότε και να κατανοήσουμε τη διαφορά
μεταξύ των θυσιών που έκαναν εκείνοι και των θυσιών που καλούμεθα εμείς, οι
απόγονοι και κληρονόμοι να κάνουμε.
Αγαπητοί φίλοι,
Υπάρχει ένα βιβλίο και ένας συγγραφέας που περιγράφει ένα
φαινόμενο που ονομάζει «μαύρο κύκνο», εξαιτίας της σπανιότητάς του. Το
φαινόμενο αυτό, για να υπάρξει, χρειάζεται τρεις προϋποθέσεις: να είναι εντελώς
ακραίο, να δημιουργεί ακραίες συνέπειες και να εξηγείται εκ των υστέρων. Αυτές
τις προϋποθέσεις εκπληρώνει η ελληνική Επανάσταση του 1821.
Πρώτα απ’ όλα, το Κράτος που ονομάζεται σήμερα Ελλάδα,
τότε δεν ήταν ούτε καν γεωγραφική έννοια, αλλά μια χωρίς ιδιαίτερη σημασία
Επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοί του, ραγιάδες, με χίλιες
υποχρεώσεις και ελάχιστα δικαιώματα. Ο Τούρκος κυρίαρχος είχε δικαίωμα ζωής και
θανάτου στους και θρησκευτικά κατώτερους, χριστιανούς υποτελείς, χωρίς να δίνει
λογαριασμό σε κανένα. Φτώχεια, πείνα, στα περισσότερα μέρη και στο συντριπτικά
μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Φυσικά, λέξεις όπως, Δημοκρατία, ανθρώπινα
δικαιώματα, Υγεία, Παιδεία, Δικαιοσύνη, απλώς δεν υπήρχαν ως έννοιες. Καμμία
δυναμική για Επανάσταση, από πλευράς υλικών δυνατοτήτων και καμμία σοβαρή
εκτίμηση ότι, ο πληθυσμός αυτός, θα μπορούσε να απειλήσει την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας.
Άλλωστε, τα αρχεία της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μιλούν για μια ακόμη
εξέγερση, μικρής σημασίας, η οποία αναμενόταν ότι θα καταπνιγεί σε ελάχιστο
χρόνο. Όμως, η Επανάσταση του 1821, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, επικράτησε.
Δεν ήταν, βέβαια, η πρώτη. Είχαν προηγηθεί πολλές άλλες. Αυτή όμως ήταν η
τελική και αυτή που έφερε το ποθητό αποτέλεσμα. Αιώνες εθνικών πόθων
δικαιώθηκαν και το νεοελληνικό Κράτος, επιτέλους ιδρύθηκε. Τα όριά του μικρά,
αρκετά όμως για να αποτελέσουν τη βάση για επιβίωση και τη μελλοντική του
μεγέθυνση. Και η ακριβής εξήγηση για τα αίτια της επιτυχίας της Επανάστασης, που
δεν ήταν μονοσήμαντα, ούτε αυτονόητα, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι συνεχίζει
να αποτελεί θέμα συζήτησης.
Αγαπητοί φίλοι,
σ’ αυτή η μικρή αναδρομή, παρέλειψα την περιγραφή των
τουρκικών αγριοτήτων και των ασύλληπτων σήμερα τρόπων, από κοινό νού, που
χύθηκε ο ποταμός του αίματος στη διάρκεια του εθνικού αγώνα, γιατί νομίζω ότι,
πολλές φορές, και σίγουρα στην περίπτωση αυτή, οι λέξεις είναι εντελώς
ανεπαρκείς και δεν μπορούν να αναπαραστήσουν με ακρίβεια όλα τα γεγονότα.
Αρκούμαι να πω ότι, οι άνθρωποι του 1821, έζησαν καταστάσεις που, σήμερα, εκφεύγουν
της κατανόησής μας.
Το ελληνικό Κράτος ιδρύεται λοιπόν, επιτέλους, το 1830.
Από τότε, έχουν περάσει ακριβώς 185 χρόνια. 185 χρόνια. Μια ανάσα για την
Ιστορία. Μόλις επτά γενιές. Τι κατάφερε σ’ αυτά τα ελάχιστα χρόνια, αυτό το
Κράτος και οι άνθρωποι που το υπηρέτησαν;
Μεγεθύνθηκε, περιλαμβάνοντας στους κόλπους του το
μεγαλύτερο, αλλά όχι όλο, μέρος των ελληνικών πληθυσμών, ενοποιώντας έτσι, σε
μεγάλο βαθμό, τη σύνθεσή του και δίνοντας φυσική και ψυχική ασφάλεια στους
κατοίκους του. Δημιούργησε μία πολιτιστική και πολιτισμική νησίδα στην
ταραγμένη από τότε βαλκανική Περιοχή. Μη ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη, ήταν η
ελληνική Επανάσταση που έδωσε το έναυσμα στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες να
ξεσηκωθούν απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πείθοντας με την επικράτησή
της ότι η Αυτοκρατορία μπορούσε να νικηθεί. Η εθνική καταστροφή του 1922, παρά
την οδυνηρή απώλεια πατρογονικών εστιών στην Μικρά Ασία, συνέβαλε και αυτή στην
περαιτέρω ενοποίηση της Ελλάδας, με την αναγκαστική έλευση ενός εκατομμυρίου
προσφύγων. Και στη συνέχεια, η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής
Κοινότητας, αποδεικνύοντας την αυτονόητη ευρωπαϊκή της ταυτότητα και
ισχυροποιώντας τη διεθνή θέση της. Σήμερα, η χώρα μας διαθέτει υποδομές που δεν
διέθετε σε καμμία άλλη περίοδο της Ιστορίας της, εμπεδωμένη εθνική κυριαρχία
που, παρά τις κατά καιρούς προκλήσεις, κανείς δεν διανοείται να δοκιμάσει να
την αμφισβητήσει στην πράξη, ισχυρή Δημοκρατία και Θεσμούς, ενώ αποτελεί το
μόνο ισχυρό και στέρεο προπύργιο της Ευρώπης στα ανατολικά. Κοιτάξτε βόρεια,
νότια και ανατολικά της Πατρίδας μας. Θα δείτε καθεστώτα ανελεύθερα και
καταπιεστικά, θα δείτε πληθυσμούς που υποφέρουν, όχι με την έννοια που δίνουμε
εμείς, αλλά με πολύ σκληρότερο τρόπο, θα δείτε πρόσφυγες, απάτριδες και
δυστυχία.
Τι κοινό έχουμε λοιπόν εμείς με τους προγόνους μας του
1821 και τι μας χωρίζει; Το κοινό νομίζω ότι είναι εκείνο το μυστήριο γονίδιο
που δημιουργεί τον πόθο για ελευθερία, με κάθε κόστος, με πέσιμο στη φωτιά,
αλλά και τον ατομικισμό και, πολλές φορές, την, πέρα από τη λογική, φαντασίωση
του εαυτού μας και των δυνατοτήτων μας «εκείνο που με σώζει, εκείνο που με
τρώει, είναι που ονειρεύομαι», όπως έχει τραγουδήσει ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Δυστυχώς, έχουμε και ένα άλλο στοιχείο κοινό με τους
τότε. Την σχεδόν γονιδιακή ανικανότητα για ενότητα, εκτός από πολεμικές
περιόδους και αυτό όχι πάντα και όχι συνεχώς και την ακατανίκητη επιθυμία για
αξιώματα. Δεν χρειάζεται παρά, απλή ανάγνωση της Ιστορίας της ελληνικής
Επανάστασης, για να διαπιστώσει κανείς τη συγκλονιστική ταυτότητα των
χαρακτήρων και τις αντιδράσεις στα γεγονότα, των τότε Ελλήνων, με εμάς, τους
σημερινούς.
Και αυτό που μας χωρίζει, είναι ότι, εκείνοι, εύχονταν και
έλπιζαν, αλλά δεν είχαν διανοηθεί ότι το Κράτος που δημιούργησαν, θα σημείωνε
τόση μεγάλη πρόοδο. Μέσα από τεράστιες δυσκολίες και πισωγυρίσματα, αιματηρούς παγκοσμίους
πολέμους και εμφύλιες συρράξεις, είναι αλήθεια. Το γεγονός, όμως, ότι, όχι
όλοι, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, έχει ζήσει τις τελευταίες δεκαετίες
τόσο απροσδόκητα καλά, μας έχει οδηγήσει στο να θεωρούμε «θυσίες», εντός
εισαγωγικών, παραχωρήσεις που θα προκαλούσαν στους προγόνους εκείνους, αν όχι
θυμό, τουλάχιστον καγχασμό.
Και μας χωρίζει και κάτι άλλο, βαθύτερο: η μεγάλη άμβλυνση
των πολιτισμικών μας αξιών, κατανοητή, ίσως, από την επικράτηση της
παγκοσμιοποίησης, αλλά που μπορεί να οδηγήσει μελλοντικά, αν καταλήξει σε
«ουδετεροποίηση» της εθνικής συνείδησης, σε κίνδυνο για την ίδια την υπόσταση
του Κράτους. Ιδιαίτερα αν δεν κατανοήσουμε σωστά το, εκτός της Ελλάδος
περιβάλλον, τις επιδιώξεις και τον τρόπο σκέψης των άλλων και θεωρήσουμε, απλοϊκά
ή με αφέλεια, ότι ταυτίζονται με τη δική μας θεώρηση των πραγμάτων.
Το ιστορικό λοιπόν καθήκον μας, των σημερινών Ελλήνων, όλων
των Ελλήνων, ανεξάρτητα αν ζούμε στην Ελλάδα, στην Αλβανία, ή οπουδήποτε αλλού,
είναι να διαφυλάξουμε με απόλυτο τρόπο, όσα οι προηγούμενοι κατόρθωσαν, να
ξεπεράσουμε με ενότητα, αλληλεγγύη, επιμονή και υπομονή τις μεγάλες δυσχέρειες
που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια και να μεταβάλλουμε, όσο μπορούμε, στοιχεία
του χαρακτήρα και των συμπεριφορών μας, που αντιτίθενται σ’ αυτούς τους
στόχους.
Αν αποτύχουμε, η Ιστορία δεν θα μας συγχωρήσει. Αν το
κατορθώσουμε, θα είναι το καλύτερο μνημόσυνο στη γενιά του 1821 και η ύψιστη
απόδοση τιμής στην Ελληνική Επανάσταση, στην οποία οφείλουμε κυριολεκτικά τα
πάντα. Την ύπαρξή μας ως Κράτους, αλλά και την ίδια την ύπαρξή μας ως ατόμων με
ελεύθερη συνείδηση και με τη δυνατότητα να αποφασίζουμε μόνον εμείς για το πώς
θέλουμε να ζούμε.
Σας ευχαριστώ.
Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Κορυτσά κ Ιωάννης Πεδιώτης.
Σχόλιο: Εμείς όλοι των ευχαριστούμε για τον πολύ ωραίο και γεμάτο νοήματα λόγο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου